δρέπτω
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
poet. for sq.,
A pluck, Ep.impf. δρέπτον Mosch.2.69:—more freq. in Med., Opp.C.2.38, APl. 4.231 (Anyte), etc.
German (Pape)
[Seite 666] p. = δρέπω, Mosch. 2, 69. – Med., Opp. Cyn. 2, 38 Anyte 3 (Plan. 231) u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
δρέπτω: ποιητ. ἀντὶ δρέπω, κόπτω, ἰδίως ὅπως συλλέξω, Ἐπ. παρατ. δρέπτον, Μόσχ. 2. 69· συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ, Ὀππ. Κ. 2. 38, Ἀνθ. Πλαν. 4. 231, κτλ.
French (Bailly abrégé)
c. δρέπω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. δρέπτον Mosch.2.69]
en v. act. y med. coger, recoger, cortar flores, frutos κρόκου θυόεσσαν ἔθειραν Mosch.l.c., μελιχρῆς ἄνθος ὀπώρης Opp.C.2.38, cf. 253, τὸ μέλι AP 10.41.8 (Luc.)
•c. gen. κομάρου τις ὁδοιπόρος ἢ τερεβίνθου δρεπτέσθω AP 9.282.4 (Antip.Thess.), cf. 16.231 (Anyt.)
•fig. Ἤρινναν Μουσῶν ἄνθεα δρεπτομέναν AP 7.13.2 (Leon.), cf. 7.218.7 (Antip.Sid.), Orac.Chald.37.14.
Greek Monotonic
δρέπτω: ποιητ. αντί δρέπω, κόβω και μαζεύω, Επικ. παρατ. δρέπτον, σε Μόσχ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ.