χιλιάς

From LSJ
Revision as of 18:13, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλιάς Medium diacritics: χιλιάς Low diacritics: χιλιάς Capitals: ΧΙΛΙΑΣ
Transliteration A: chiliás Transliteration B: chilias Transliteration C: chilias Beta Code: xilia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ: gen. pl.

   A χιλιάδων Hdt.2.28 (χιλιαδέων v.l. in 7.28):—a thousand, Id.6.58, 7.28, A.Pers.341; χ. τέτορες Simon. 91; c. gen., πολλὰς χιλιάδας ταλάντων Hdt.2.96, cf. 28; ἐννέα χιλιάδας ἐτῶν Pl.Phdr.257a.    2 generally, large number, Theoc.16.91, Luc.Herm.56; πολλαὶ χ., of lines of poetry, Call.Aet.Oxy.2079.4.    3 Χιλιάδες, αἱ, title of poem by Euph., Ath.10.436f, etc.    II = χιλιετηρίς, Alex.Aetol.4.4; Ῥωμαϊκὴ χ., title of work by Asinius Quadratus, St.Byz. s.v. Ἀνθιον (cf. χιλιαρχία 111, χιλιετηρίς).

German (Pape)

[Seite 1355] άδος, ἡ, die Zahl tausend, eine Anzahl von Tausend, χιλιὰς μὲν ἦν ὧν ἦγε πλῆθος Aesch. Pers. 341; ταλάντων Her. 2, 28. 96; Plat. Phaedr. 256 e; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιάς: -άδος, ἡ· γεν. πληθ. χιλιάδων Ἡρόδ. 2. 28· χιλιαδέων εἶναι ψευδὴς Ἰων. τύπος ἐν 7. 28· - ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀριθμὸς χίλιοι, Ἡρόδ. 6. 58., 7. 28, Αἰσχύλ. Πέρσ. 341· χ. τέτορες Σιμωνίδης 94· μετὰ γεν., πολλὰς χιλιάδας ταλάντων Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. 28· ἐννέα χιλιάδας ἐτῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 256Ε· - καθόλου, ἀόριστός τις ἀλλὰ πολὺ μέγας ἀριθμός, Θεόκρ. 16. 91, Λουκ. Ἑρμότ. 56. ΙΙ. = χιλιετηρίς, Ἀλέξανδρ. Αἰτωλ. παρὰ τῷ Meineke Anal. Alex. 228.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
le nombre mille, un millier ; p. ext. un gros chiffre.
Étymologie: χίλιοι.

English (Strong)

from χίλιοι; one thousand ("chiliad"): thousand.

English (Thayer)

χιλιαδος, ἡ (χίλιοι), a thousand, the number one thousand: plural, Sept. for אֶלֶף, אֲלָפִים. (Herodotus on.)