πληθύνω
Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort
English (LSJ)
fut.
A -ῠνῶ 2 Ep.Cor.9.10: aor. ἐπλήθυνα Dam.Pr.99:—causal of πληθύω, increase, multiply, LXXGe.17.2, al., Ph.1.496, 2 Ep.Cor. l.c., Ep.Hebr.6.14:—Pass., ταῖς γυναιξὶ τὸ γάλα πληθύνεται abounds, Arist. HA587b20. 2 make multiple, 'plurify', κατὰ ἀναλογίαν [τὸ ἡνωμένον] ἐπληθύναμεν τῶν κατωτέρω πεπληθυσμένων τὸν πρῶτον πληθυσμόν Dam.l.c.; θεοὶ -όμενοι μὲν ἐν τῷ κόσμῳ, περὶ αὐτὸν δὲ ἑνοειδῶς ὄντες Jul.Or.4.143b, cf. Or.7.222a. 3 intr., v. πληθύω 11. 4 use the plural, Sch.Il.Oxy.1087.34. II Pass., to be in the majority, prevail, δήμου . . χεὶρ ὅπῃ πληθύνεται (cod. Med. πληθύεται) A.Supp. 604: c. inf., ταύτην ἐπαινεῖν . . πληθύνομαι I follow the majority, Id.Ag. 1370: pf. πεπλήθυνται LXX Ge.18.20. 2 Gramm., [τὸ ἀπαρέμφατον] οὐ πληθύνεται the infinitive has no plural, A.D.Synt.31.25.
German (Pape)
[Seite 632] 1) voll machen, füllen, mehren, vermehren, vergrößern, erweitern, Sp., wie N. T. – 2) intr., voll sein, sich füllen; οὕτως ἐν αὐτῷ ἐπλήθυνε τὸ πληθύνειν πρὸς τὸ διακινδυνεύειν, ganz voll sein von dem Gedanken, sich ganz darauf legen, Pol. 3, 103, 7, zw. – Pass.; ταύτην ἐπαινεῖν πάντοθεν πληθύνομαι, Aesch. Ag. 1343, ich bin voll davon, sie zu preisen; δήμου κρατοῦσα χεὶρ ὅποι πληθύνεται, Suppl. 599; auch Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πληθύνω: [ῡ], μεταβατικὸν τοῦ πληθύω, ὡς καὶ νῦν, αὐξάνω, πολλαπλασιάζω, Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Κορινθ. θ΄, 10, πρὸς Ἑβρ. ς΄, 14. ― Παθ., γίνομαι πλήρης, αὐξάνομαι, γίνομαι μεγαλείτερος, ἴδε πληθύω Ι· τὸ δικαστήριον πληθυνέσθω, ἂς συμπληρωθῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 73c. B. 6 (Προσθῆκ.)· ταῖς γυναιξὶ τὸ γάλα πληθύνεται, γίνεται πολύ, ἄφθονον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1. 2) ἀμεταβ., ἴδε πληθύω ΙΙ. ΙΙ. Παθ., φέρω εἰς πέρας διὰ πλειονοψηφίας, ἀποφασίζω, δήμου... χεὶρ ὅπη πληθύνεται (ἔνθα ὁ Μεδ. Κῶδ. πληθύεται) Αἰσχύλ. Ἱκ. 604· μετ’ ἀπαρ., ταύτην ἐπαινεῖν… πληθύνομαι, εἶμαι ἀποφασισμένος, ἔχω ἀποφασίσει, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1370· ― πρκμ. πεπλήθυνται Ἑβδ. (Γέν. ΙΙΙ΄, 20).
French (Bailly abrégé)
1 tr. être une foule pour ; être d’accord avec la foule pour, inf.;
2 intr. faire des progrès, se répandre de plus en plus en parl. de bruits.
Étymologie: πλῆθος.
English (Strong)
from another form of πλῆθος; to increase (transitively or intransitively): abound, multiply.
English (Thayer)
future πληθύνω; 1st aorist optative 3rd person singular πληθῦναι ( ); passive, imperfect ἐπληθυνομην; 1st aorist ἐπληθυνθην; (from πληθύς fullness); Aeschyl, Aristotle, Herodian, Geoponica; the Sept. very often for רָבָה, רִבָּה, הִרְבָּה, sometimes for רָבַב;
1. transitive, to increase, to multiply: to be increased (be multiplied) multiply: τίνι (A. V. be multiplied to one i. e.) be richly allotted to, Theod.; Clement of Rome, 1 Corinthians 1inscr. (also Martyr. Polycarp, inscr., Apostolic Constitutions, inscr.)).
2. intransitive, to be increased, to multiply: Acts 6:1.
Greek Monolingual
ΝΜΑ 1. πληθαίνω, πολλαπλασιάζω, αυξάνω κάτι ως προς τον αριθμό
2. (αμτβ.) αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι (α. «οι στάνες να πληθύνουν» β. «ἐπλήθυνεν ὁ λαὸς καὶ ἴσχυε σφόδρα», ΠΔ)
3. μέσ. πληθύνομαι
αυξάνομαι (α. «πληθύνονται τα προβλήματα» β. «αύξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε» ΠΔ)
αρχ.
1. μέσ. καθιερώνω με πλειοψηφία, αποφασίζω
2. γραμμ. κλίνομαι στον πληθυντικό αριθμό
3. φρ. «τὸ δικαστήριον πληθυνέσθω» — ας συμπληρωθεί το δικαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. της μέσ. φωνής πληθύνομαι έχει πιθ. σχηματιστεί από το πλήθος κατά το μηκύνομαι, ενώ ο ενεργ. τ. πληθύνω είναι μτγν. (βλ. και πληθύς)].