πρασιά
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
English (LSJ)
Ion. πρᾰσ-ιή, ἡ,
A bed in a garden, garden-plot, Od.7.127, 24.247, Thphr.HP4.4.3, Nic.Al.532, LXX Si.24.31, Dsc.4.17, Gal.UP9.6; ἀνθῶν πρασιαί Longus 4.2: metaph., πρασιαὶ πρασιαί in companies or groups, Ev.Marc.6.40. (Prob. from πράσον, and so prop. bed of leeks.) II a surgical instrument, Hermes 38.283.
German (Pape)
[Seite 694] ἡ, das Gartenbeet; κοσμηταί, Od. 7, 127; οὐ πρασιή τοι ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπ ον, 24, 247; nach Schol. Hom. τὰς τῶν φυτειῶν τετραγώνους σχέσεις ὡς τὰ πλίνθια, dah. es Einige von πέρας ableiten, als die Einfassung der Bäume u. Weingärten; nach Andern von πράσον. Sp. auch der Garten selbst, Gemüsegarten, Luc. V. H. 1, 33; u. bes. im plur., Nic. Al. 532 Th. 576. – Uebtr. N. T., Abtheilung, Marc. 6, 40.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾰσιά: Ἰων, -ιή, ἡ, τετράγωνον χώρισμα κήπου ἔνθα ἐφύτευον λαχανικὰ (κυρίως πράσα) ἢ ἄνθη, κοινῶς «βραγιά», ἔνθα δὲ κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον παντοῖαι πεφύασιν Ὀδ. Η. 127., Ω. 247, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 3, κλπ· ἀνθῶν πρασιαὶ Λόγγος 4. 2· πρβλ. ἄνδηρον· ― μεταφορ., πρασιαὶ πρασιαί, κατὰ ὁμάδας, ἢ «συντροφίας», Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Ϛ', 40. (Πιθαν. «τόποι λαχανηφόροι, ἀπὸ μέρους τῶν πράσων κληθέντες, ἀφ’ ὧν καὶ τὸ χρῶμα πράσιον» Εὐστ.).
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
plate-bande de potager ; p. ext. plate-bande (de légumes, de fleurs, etc.).
Étymologie: πράσον.
English (Strong)
perhaps from prason (a leek, and so an onion-patch); a garden plot, i.e. (by implication, of regular beds) a row (repeated in plural by Hebraism, to indicate an arrangement): in ranks.
English (Thayer)
πρασιας, ἡ, a plot of ground, a garden-bed, Homer, Odyssey 7,127; 24,247; Theophrastus, hist. plant. 4,4, 3; Nicander, Dioscorides (100 A.D.>?), others; ἀνέπεσον πρασιαί πρασιαί (a Hebraism), i. e. they reclined in ranks or divisions, so that the several ranks formed, as it were, separate plots, Buttmann, 30 (27); Winer's Grammar, 464 (432) also) § 37,3; (where add from the O. T. συνήγαγον αὐτούς θημωνιας θημωνιας, Exodus 8:14).
Greek Monolingual
η, ΝΑ, πρασεά και ιων. τ. πρασιή, Α πράσον
τμήμα κήπου ή αγρού φυτευμένο με λαχανικά ή λουλούδια, βραγιά, παρτέρι
νεοελλ.
1. κάθε τμήμα στο οποίο υποδιαιρείται ένας κήπος με τη διάνοιξη παρόδων
2. ελεύθερος χώρος με φυτά ανάμεσα ή μπροστά σε οικοδομήματα
αρχ.
1. χειρουργικό όργανο
2. φρ. «πρασιαί πρασιαί» — κατά ομάδες ή συντροφιές.