αὐθέντης

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθέντης Medium diacritics: αὐθέντης Low diacritics: αυθέντης Capitals: ΑΥΘΕΝΤΗΣ
Transliteration A: authéntēs Transliteration B: authentēs Transliteration C: afthentis Beta Code: au)qe/nths

English (LSJ)

ου, ὁ, (cf. αὐτοέντης)

   A murderer, Hdt.1.117, E.Rh.873, Th.3.58; τινός E.HF1359, A.R.2.754; suicide, Antipho 3.3.4, D.C.37.13: more loosely, one of a murderer's family, E.Andr.172.    2 perpetrator, author, πράξεως Plb.22.14.2; ἱεροσυλίας D.S.16.61: generally, doer, Alex.Rh.p.2S.; master, δῆμος αὐθέντης χθονός E.Supp.442; voc. αὐθέντα ἥλιε PMag.Leid.W.6.46; condemned by Phryn.96.    3 as Adj., ὅμαιμος αὐ. φόνος, αὐ. φάνατοι, murder by one of the same family, A.Eu.212, Ag.1572 (lyr.). (For αὐτο-ἕντης, cf. συν-έντης, ἁνύω; root sen-, sṇ-.)

Greek (Liddell-Scott)

αὐθέντης: -ου, ὁ, συνεσταλμένον ἐκ τοῦ αὐτοέντης, (ὅπερ μεταχειρίζεται ὁ Σοφ.), ὁ πράττων τι ἰδίαις χερσίν, αὐτόχειρ φονεύς, ὅκως... μήτε θυγατρὶ τῇ σῇ μήτε αὐτῷ σοι εἴην αὐθέντης Ἡρόδ. 1. 117, Εὐρ. Ρῆσ. 873, Θουκ. 3. 58· τινὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1359: - ὁ ἑαυτὸν ἀποκτείνων, αὐτόχειρ, Ἀντιφῶν 122, ἐν τέλ.: γενικώτερον, ἡ λέξις τίθεται καὶ ἐπὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ φονεύσαντός τινα, Εὐρ. Ἀνδρ. 172. 2) ὁ πρωτουργός, ὁ πραγματικὸς ἐκτελεστὴς οἱασδήποτε πράξεως, Πολύβ. 23. 14. 2. Διόδ. 16. 61· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 120. 3) ἀπόλυτος κύριος, δεσπότης, Χρησμ. Σιβυλλ. 7. 69., 8. 309· (ἀντὶ τοῦ δῆμος αὐθέντης χθονὸς ἐν Εὐρ. Ἱκ. 442, ὁ Markland διορθοῖ εὐθυντής). ΙΙ. ὡς ἐπίθ., αὐθέντης φόνος, αὐθένται θάνατοι, φόνος ἐκτελεσθεὶς ὑπό τινος τῶν ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας, Αἰσχύλ. Εὐμ. 212, Ἀγ. 1572. - Ἐπίρρ. αὐθεντῶς (παρὰ τοὺς κανόνας τῆς Ἑλλ. γλωσσ.), εὕρηται ἐν Εὐστ. Πονημ. 40. 51, κ. ἀλλ. (Τὸ δεύτερον συνθετικὸν τῆς λέξεως ἕντης, ὅπερ ὡσαύτως φαίνεται ἐν τῷ «συνέντης· συνεργὸς» παρ’ Ἡσυχίῳ, ἀπωλέσθη).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui accomplit de sa main un meurtre, meurtrier;
2 que l’on accomplit de sa main : αὐθέντης θάνατος, φόνος ESCHL meurtre accompli sur qqn par la main d’un propre parent.
Étymologie: contr. de αὐτοέντης de αὐτός, ἁνύω (DELG).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): lat. autenta Fulg.102.19, 163.10
A como subst.
I 1responsable de una muerte, asesino, homicida ἐγὼ ... μήτε αὐτῷ εἴην αὐθέντης Hdt.1.117, αὐθεντῶν χέρες E.Rh.873, παρὰ τοῖς αὐθένταις πατέρας ... καταλείψετε; Th.3.58, αὐθένται Ἀμύκοιο A.R.2.754, ἐπ' αὐθένταισιν οὐκ ἀμήχανος (σκύλαξ) SHell.977.15
de crímenes en la misma familia αὐ. παίδων ... ἐμῶν E.HF 1359, τέκν' αὐθέντου πάρα τίκτειν E.Andr.172, αὐθένται γονεῖς LXX Sap.12.6.
2 suicida αὐ. προσκαταγνωσθείς Antipho 3.3.4, φαρμάκῳ ... καὶ ξίφει αὐ. D.C.37.13.4, cf. Phryn.89.
II1autor, responsable τῆς πράξεως Plb.22.14.2, τῆς ἱεροσυλίας D.S.16.61.
2 el que tiene autoridad o dominio en algo, maestro, oficial τὸ κοινὸν τῶν αὐθεντῶν PLeit.13.21 (III d.C.)
maestro, soberano: uatum ... autenta Fulg.102.19, secretorum au. Fulg.163.10, αὐθέντα Ἥλιε PMag.13.258
αὐθένται τῶν νόμων iuris doctores, Gloss.2.94, paterfamilias, Gloss.3.304; cf. αὐτάντας.
B como adj.
1 parricida, que comporta parricidio ὅμαιμος αὐ. φόνος A.Eu.212, θάνατοι A.A.1573, αὐ. καὶ παλαμναῖος χείρ Them.Or.4.56c.
2 oficial, jefe βιβλιοφύλακες SB 7.404.45 (II d.C.), στιπουργός PGrenf.2.86.8 (VI d.C.).

• Etimología: Comp. de αὐτός y un tema *ἔντης, de la misma raíz, que ἀνύω q.u. Tb. ha podido influir θείνω en el sent.

Greek Monolingual

βλ. αφέντης.