πολίτευμα

From LSJ
Revision as of 17:59, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῑτευμα Medium diacritics: πολίτευμα Low diacritics: πολίτευμα Capitals: ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ
Transliteration A: políteuma Transliteration B: politeuma Transliteration C: politevma Beta Code: poli/teuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A business of government, act of administration, D.18.108, 136: more freq. in pl., measures of government or institutions, Pl.Lg.945d, Isoc.7.78; τῶν τοιούτων π. οὐδὲν πολιτεύομαι D.8.71; ἔν τε τοῖς κατὰ τὴν πόλιν π. καὶ ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς both in my home and foreign policy, Id.18.109; κάλλιστον π. ἐποιήσατο IG42(1).81.9 (Epid., i A. D.); π. Catonis Cic.Att.6.1.13, cf.9.7.3.    II the concrete of πολιτεία 111, the government, π. ἐστὶν ἡ πολιτεία Arist.Pol.1278b11, cf. 1279a26, 1283b31, etc.; οἱ ἐν π. the citizens, ib. 1303b26, cf. 1305b34; τὸ τῆς δημοκρατίας π. Aeschin.2.172; τὸ πάτριον π. Plb.5.9.9, cf. 4.25.7 (pl.); π. ἀκέραια, σωφρονικά, Id.1.13.12, D.H.1.41; τὰ π. free republics, D.S.18.69; form of government, πολίτεομα (sic) εἶναι ἐν Χίῳ δῆμον SIG283.3 (Edict of Alexander, Chios, iv B.C.), cf. Decr.Att. ap. Plu.2.851f.    III citizen rights, citizenship, ἀξίους τοῦ παρ' ὑμῖν π. IG9(2).517.6 (Larissa, Epist. Philipp. V), etc.: metaph., ἡμῶν τὸ π. ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει Ep.Phil.3.20.    IV concrete, body of citizens, τὸ π. τὸ Μιλησίων SIG633.59 (Milet., ii B. C.), cf. OGI229.60 (Smyrna, iii B.C.), etc.; souereign body, Arist.Pol.1302b16,1332b31; π. ἔστω οἱ μύριοι Abh.Berl.Akad.1925 (5).6 (Cyrene); πᾶν τὸ π. ib.7.    2 corporate body of citizens resident in a foreign city, Καυνίων τὸ π. (at Sidon) OGI592; τὸ π. τῶν ἐν Βερενίκῃ Ἰουδαίων CIG5361.21; τὸ π. τῶν Κρητῶν (in Egypt) PTeb.32.17 (ii B.C.).    b generally, corporate body, association, τὸ π. τῶν γυναικῶν BCH15.182,205 (Panamara); τὸ π. τινός founded by a person, Sammelb.5793 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 657] τό, was Einer als πολίτης oder Theilnehmer an einer πολιτεία thut, Luc. Prom. 15; die Verwaltung des Staates, Plat. Legg. XII, 945 d; die Grundsätze, welche man dabei verfolgt, πολίτευμα πολιτεύεσθαι, Aesch. 1, 86, wie Dem. 8, 71; bes. im plur., Isocr. 7, 78; ἐγχειρίσαι τὸ πολ. καὶ τὰς ἀρχὰς τοῖς αὑτοῦ φίλοις, Pol. 4, 23, 9. Uebh. wie πολιτεία, Staatsverfassung, Plut. Them. 4; Pol. τὸ πάτριον πολ., 5, 9, 9; auch plur., 4, 25, 7; Staat, 1, 13, 12.

Greek (Liddell-Scott)

πολίτευμα: τό, (πολιτεύω) τὸ ἔργον τῆς διοικήσεως, πρᾶξις κυβερνητική, Δημ. 263. 1., 272. 19· συνηθέστερον ἐν τῷ πληθ., τὰ ὑπὸ τῆς κυβερνήσεως λαμβανόμενα μέτρα, πολιτική, Πλάτ. Νόμ. 945D, Ἰσοκρ. 156A· τῶν τοιούτων π. οὐδὲν πολιτεύομαι Δημ. 107. 16· ἔν τε τοῖς κατὰ τὴν πόλιν πολιτεύμασι καὶ ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς, εἴς τε τὴν ἐν τῇ πατρίδι καὶ τὴν ἐν τῇ ξένῃ πολιτικήν, ὁ αὐτ. 263. 4. ΙΙ. τὸ συγκεκριμένον τοῦ πολιτεία (ΙΙΙ), ἡ κυβέρνησις, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 6, 4., 3. 7, 2· ἀλλ’ ὡσαύτως, 2) = πολιτεία ΙΙΙ, αὐτόθι 3. 13, 8., 4. 6, 8, κτλ.· οἱ ἐν π., οἱ πολῖται, αὐτόθι 5. 4, 2, πρβλ. 5. 6, 7· τὸ τῆς δημοκρατίας π. Αἰσχίν. 51. 12, πρβλ. Πολύβ. 1. 13, 12, Ἐπιστ. πρ. Φιλιππησ. γ΄, 20.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 acte d’administration publique ; τὰ πολιτεύματα mesures politiques, actes politique;
2 l’ensemble des citoyens, le corps civique.
Étymologie: πολιτεύω.

English (Strong)

from πολιτεύομαι; a community, i.e. (abstractly) citizenship (figuratively): conversation.

English (Thayer)

πολιτευματος, τό (πολιτεύω), in Greek writings from Plato down;
1. the administration of civil affairs or of a commonwealth (R. V. text (Phil. as below) citizenship).
2. the constitution of a commonwealth, form of government and the laws by which it is administered.
3. a state, commonwealth (so R. V. marginal reading): ἡμῶν, the commonwealth whose citizens we are (see πόλις, b.), ἐπί γῆς διατριβουσιν, ἀλλ' ἐν οὐρανῷ πολιτευονται, Epist. ad Diogn. c. 5 [ET]; (τῶν σοφῶν ψυχαί) πατρίδα μέν τόν οὐράνιον χῶρον, ἐν ᾧ πολιτευονται, ξένον τόν περιγειον ἐν ᾧ παρῴκησαν νομιζουσαι, Philo de confus. ling. § 17; (γυναῖκες ... τῷ τῆς ἀρετῆς ἐγγεγραμμεναι πολιτευματι, de agricult. § 17 at the end. Cf. especially Lightfoot on Philippians , the passage cited).