συμβιβασμός

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβῐβασμός Medium diacritics: συμβιβασμός Low diacritics: συμβιβασμός Capitals: ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ
Transliteration A: symbibasmós Transliteration B: symbibasmos Transliteration C: symvivasmos Beta Code: sumbibasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A conciliation, Iamb.VP 16.69, cf. 33.229, prob. in MAMA1.10 (Supp.Epigr.6.332, Laodicea Combusta); = transactio, Gloss.

German (Pape)

[Seite 978] ὁ, = συμβίβασις, Iambl. v. Pyth. 69.

Greek (Liddell-Scott)

συμβῐβασμός: ὁ, ἕνωσις, Γ. Πισίδ. Ἑξαήμ. 1409. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, συμβιβασμός, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 69· σ. εἰρήνης Ἐπιφάν. Αἱρ. 66, 14 (τ. 1, σ. 631C).

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ συμβιβάζω
συνδιαλλαγή, συμφωνία για την άρση διαφορών μεταξύ διαμαχομένων, με αμοιβαίες υποχωρήσεις («με τις αξιώσεις που προβάλλει η άλλη πλευρά, ο συμβιβασμός δεν είναι εφικτός»)
νεοελλ.
1. (νομ.) σύμβαση με την οποία οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις έριδα ή αβεβαιότητα για μια έννομη σχέση τους
2. (στο δημοσιονομικό δίκαιο) η διοικητική επίλυση της διαφοράς που υπάρχει μεταξύ φορολογουμένου και φορολογούσης αρχής για το μέγεθος του φορολογητέου ποσού και του αναλογούντος φόρου
μσν.
συνένωση, σύνδεση.