ἀγώνιος

From LSJ
Revision as of 11:45, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_1)

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγώνιος Medium diacritics: ἀγώνιος Low diacritics: αγώνιος Capitals: ΑΓΩΝΙΟΣ
Transliteration A: agṓnios Transliteration B: agōnios Transliteration C: agonios Beta Code: a)gw/nios

English (LSJ)

(A), ον,

   A of or belonging to the contest, ἄεθλος ἀ. its prize, Pi.I.5(4).7; εὖχος Id.O.10(11).63; πούς Simon.29:— epith. of Hermes as president of games, Pi.I.1.60, cf. IG5(1).658; of Zeus as decider of the contest, S.Tr.26:—ἀ. θεοί, in A.Ag.513, Supp.189,242, Pl.Lg.783a, either gods in assembly, or the gods who presided over the great games (Zeus, Poseidon, Apollo, and Hermes), = ἀγοραῖοι θ., Eust.1335.58.    2 ἀγωνίῳ σχολᾷ S. Aj104, either pause from battle, or strenuous rest (oxymoron, cf. Sch.).
ἀ-γώνιος (B), ον,

   A without angle, ἀ. σχῆμα ὁ κύκλος Arist.Metaph. 1020a35, cf. Thphr.HP3.14.2.

German (Pape)

[Seite 31] ohne Winkel, γωνία, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγώνιος: -ον, (ἀγὼν) ὁ άνήκων εἰς τὸν ἀγῶνα, ἄεθλος ἀγ., τὸ βραβεῖον τοῦ ἀγ., Πινδ. Ι. 5 (4). 9· εὖχος, ὁ αὐτ. Ὀ. 10 (11). 75· πούς, Σιμων. 29: -Ἐπώνυμον τοῦ Ἑρμοῦ ὡς προστάτου τῶν ἀγώνων, Πιν. Ι. 1, 85· ὡσαύτως καὶ τοῦ Διὸς ὡς ἀποφασίζοντος ἢ κρίνοντος περὶ τοῦ ἀγώνος. Σοφ. Τρ. 26· - ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. 1421· -οἱ ἀγώνιοι θεοί, ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 513, Ἱκ. 189, 242, 332, 355, νομίζονται ὑπό τινων ὅτι εἶναι πάντες οἱ δώδεκα μεγάλοι θεοὶ ὡς προστάται ἐν κινδύνῳ· ὑπ’ ἄλλων δὲ ὡς οἱ θεοὶ οἱ προϊστάμενοι τῶν μεγάλων ἀγώνων (ἤτοι Ζεύς, Ποσειδῶν, Ἀπόλων καὶ Ἑρμῆς), ἢ κατὰ Εὐστάθ., οἱ λατρευόμενοι ἐν κοινῷ βωμῷ (κοινοβωμία), οἱονεὶ ἐν ἀγῶνι, ἤτοι συναθροίσει (ὁμίλῳ), πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 783Α. 2) ἀγωνίῳ σχολᾷ, ἐν Σοφ. Αἴ. 195. εἶναι πιθανῶς ὀξύμωρον (ὡς ὁ Σχολ. ἐννοεῖ τὸ χωρίον) ὡς ἐὰν ἦτο σχολῇ ἀσχόλῳ = ἐν ἀναπαύσει πλήρει στενοχωρίας καὶ ἀγώνος· ὁ Jebb ἑρμηνεύει: σχολὴ μετὰ μακρὸν ἀγῶνα.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
1 relatif aux jeux ou concours publics : ἀγώνιοι θεοί dieux qui président aux jeux publics ; Ζεὺς ἀγώνιος Zeus arbitre des combats;
2 occupé par des luttes : ἀγώνιος σχολά SOPH repos agité.
Étymologie: ἀγών.

English (Slater)

ᾰγώνιος
   a competitive, of competition ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών (O. 10.63) ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι (I. 5.7) ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων (I. 9.8) κύνα Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μίμεο (in a musical contest for hyporchemata) *fr. 107a. 2*.
   b epithet of Hermes, patron of contests v. ἐναγώνιος. πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις (I. 1.60)

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
carente de ángulos del círculo σχῆμα Arist.Metaph.1020a35, cf. Procl.in Euc.160.4, φύλλον Thphr.HP 3.14.2.
-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
I en plu. de los dioses reunidos, de la asamblea τούς τ' ἀγωνίους θεοὺς πάντας προσαυδῶ A.A.513, cf. Supp.189, 242, 333, 355, Pl.Lg.783a.
II 1que preside los juegos o competiciones de dioses Ζεύς S.Tr.26, Ἑρμᾶς Pi.I.1.60, IG 5(1).658 (Esparta I d.C.), PAgon.6.38 (II d.C.).
2 de cosas propio del certamen, competitivo πούς Pi.Fr.107a.2, εὖχος Pi.O.10.63, ἀγωνίοις ἀέθλοισι juegos Pi.I.5.7, cf. 9.8, E.Fr.62a.2.
3 agitado, preocupado, lleno de inquietud ἀγωνίῳ σχολᾷ S.Ai.194.
4 atento, tenso τοῦτο δέ φησιν ἵνα ἀγωνιώτερος ὁ ἀκροατὴς γένηται Sch.Er.Il.6.392.
III adv. -ως agitada, ansiosa, fervorosamente τὸ ἀ. καὶ προθύμως εὔχεσθαι Eust.682.5.