ἀλλόθροος
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
ον, contr. ἀλλό-θρους, ουν (as always in Trag.)
A speaking a strange tongue, ἐπ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρ., Od. 1.183, 3.302, 15.453: generally, foreign, στρατός Hdt.1.78 ; Αἴγυπτος Id.3.11 ; πόλις A.Ag.1200 ; strange, alien, γνώμη S.Tr.844.—Not in Att.Prose.
German (Pape)
[Seite 103] zsgzg. ἀλλόθρους, cinc andere, fremde Sprache redend, fremd, Hom. viermal, Od. 1, 183 πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, 3, 302 ήλᾶτο ξὺν νηυσὶ κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, 15, 453 ὅπῃ περάσητε κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, 14, 43 πλάζετ' ἐπ' ἀλλοθρόων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε; – Her. στρατός 1, 78. 3, 11; Aesch. πόλις Ag. 1 173 vgl. Suppl. 951; Soph. ἀπ' ἀλλόθρου γνώμης Tr. 841; von anderer Absicht, Sp., wie Dio Cass. 41, 60.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλόθροος: -ον, Ἀττ. συνῃρ. θρους, ουν (ὡς ἀείποτε παρὰ τοῖς τραγ.) ― ὁ λαλῶν ξένην γλῶσσαν· ἐπ’ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, κατ’ ἀλλοθρόους ἀνθρ., Ὀδ., ὡς Α. 183, Γ. 302, Ο. 453· ἐπ’ ἀλλοθρόων ἀνθρ., Ξ. 43: καθόλου, = ξένος, στρατός, Ἡρόδ. 1. 78: Αἴγυπτος, ὁ αὐτ. 3. 11· πόλις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1200· ξένος, ἀλλότριος, γνώμη, Σοφ. Τρ. 844. ― Οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. πεζογράφοις.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui parle une autre langue, étranger ; ἀλλόθροος γνώμα SOPH conseil d’autrui.
Étymologie: ἄλλος, θρέω.
English (Autenrieth)
speaking a strange tongue. (Od.)
Spanish (DGE)
-οον
• Alolema(s): contr. -ους, -ουν
I 1de lengua extranjera, extranjero κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους Od.3.302, 15.453, ἐπ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους Od.1.183, ἐπ' ἀλλοθρόων ἀνδρῶν Od.14.43, cf. Fauorin.de Ex.11.10, στρατός Hdt.1.78, Αἴγυπτος Hdt.3.11, πόλις A.A.1200, χθονίης ... βοῆς ἀλλόθροον ἠχώ Nonn.D.9.270.
2 extraño, ajeno incluso enemigo ἀπ' ἀλλόθρου γνώμας por un consejo extraño (del Centauro a Deyanira), S.Tr.844.
II subst.
1 (ὁ, ἡ) extranjero, extraño, desconocido πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον ἀλλοθρόοις εὔτυκος todo el mundo está dispuesto a difamar a los extranjeros A.Supp.973, ὁ μὲν νεὼς σῆς ναυβάτης, ὁ δ' ἀλλόθρους uno es un marinero de tu barco, el otro un desconocido S.Ph.540.
2 τὸ ἀ. variedad de lenguas en un ejército, D.C.41.60.6.