ἀμνίον

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμνίον Medium diacritics: ἀμνίον Low diacritics: αμνίον Capitals: ΑΜΝΙΟΝ
Transliteration A: amníon Transliteration B: amnion Transliteration C: amnion Beta Code: a)mni/on

English (LSJ)

(not so well ἄμνιον), τό,

   A bowl in which the blood of victims was caught, Od.3.444.    2 inner membrane round the foetus, Emp.71; cf. ἀμνειός.    II Dim. of ἀμνός, Hermipp.3 (Ἄμνιος as pr. n. wrongly Et.Gen.).

German (Pape)

[Seite 126] τό, 1) die Schaale, mit der das Opferblut aufgefangen wird, Hom. einmal, Od. 3, 444 Περσεὺς δ' ἀμνίον εἶχε, hielt die Blutschaale; Zenodot hatte in seinem nach dem Alphabet geordneten Glossarium das Wort unter Δ, schrieb also (ohne Accent) δαμνιον, s. Scholl.; Apollodor meinte, man müsse αἱμνίον schreiben, ibid. – 2) die erste Haut, welche die Leibesfrucht umgiebt, Schaafhaut, Poll. 2, 223.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμνίον: (οὐχὶ τόσον ὀρθῶς ἄμνιον), ἀγγεῖον εἰς ὃ ἐδέχοντο τὸ αἷμα τῶν σφαζομένων ἱερείων, Ὀδ. Γ. 444 2) ὁ περικείμενος τῷ ἐμβρύῳ χιτών, «δύο δὲ περὶ τῷ ἐμβρύῳ χιτῶνές εἰσιν, ὧν τὸν μὲν ἔνδοθεν λεπτότερον ὄντα καὶ μαλακώτερον ἀμνίον Ἐμπεδοκλῆς καλεῖ…» Πολυδ. Β. 223: ― ὡσαύτως ἀμνεῖος χιτών: πρβλ. πωλίον ΙΙ. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ ἀμνός, «ἀρνάκι», Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 2: ἀλλ’ ἐν Ἐτυμ. Μ. 146. 25 λέγονται τὰ ἑξῆς: «ἄμνιος σημαίνει τὸν ἀμνὸν καὶ διὰ τοῦ ῑ γράφεται καὶ προπαροξύνεται: ὡς παρ’ Ἑρμίππῳ κτλ.»· ἐν Α. Β. 792 γράφεται ἀμνεῖον διὰ διφθόγγου.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase pour le sang des sacrifices.
Étymologie: ἀμνός.

English (Autenrieth)

basin for receiving the blood of sacrificial victims, Od. 3.444†. (See cut.)

Spanish (DGE)

-ου, τό corderito Hermipp.3.
-ου, τό
1 lebrillopara recoger la sangre de los sacrificios Od.3.444.
2 anat. amnios Emp.B 70, Sor.Lat.55 (p.19).

• Etimología: Etim. desconocida. Popularmente se podría entender como dim. de ἀμνός, confundiéndolo con 2 ἀμνίον.

Greek Monolingual

(I)
βλ. άμνιο.———————— (II)
ἀμνίον, το (Α) ἀμνός
(υποκοριστικό του αμνός) αρνάκι.