χαμεύνη

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαμεύνη Medium diacritics: χαμεύνη Low diacritics: χαμεύνη Capitals: ΧΑΜΕΥΝΗ
Transliteration A: chameúnē Transliteration B: chameunē Transliteration C: chameyni Beta Code: xameu/nh

English (LSJ)

ἡ, for χαμαιεύνη,

   A a bed on the ground, A.Ag.1540 (anap.), S.Fr.175, E.Rh.852, Theoc.13.33, A.R.4.883, Herod.3.16; χ. φυλλόστρωτος E.Rh.9 (anap.).    2 generally, bedstead, Ar.Av.816.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμεύνη: ἡ, ἀντὶ χαμαιεύνη, στιβάς, εὐνὴ ἢ κοίτη ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, κατὰ γῆς ἐστρωμένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1540, Εὐρ. Ρῆσ. 9. 849, Θεόκρ. 13. 33. 2) καθόλου, κλίνη, Ἀριστοφ. Ὄρν. 816.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 lit qu’on fait à terre;
2 bois de lit.
Étymologie: χαμαί, εὐνή.

Greek Monolingual

και χαμαιεύνη και δ. τ. χάμευνα και δωρ. τ. χαμεύνα, ἡ, Α
1. στρώμα για ύπνο τοποθετημένο καταγής
2. (γενικά) κλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + εὐνή «κρεβάτι, κλίνη»].