ὁπηνίκα

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπηνίκᾰ Medium diacritics: ὁπηνίκα Low diacritics: οπηνίκα Capitals: ΟΠΗΝΙΚΑ
Transliteration A: hopēníka Transliteration B: hopēnika Transliteration C: opinika Beta Code: o(phni/ka

English (LSJ)

Dor. ὁπᾱνίκα, Adv., relat. and indirect interrog.,

   A at what point of time, at what hour, on what day, more precise than ὁπότε, S. OC434, Th.4.125, Theoc.23.33 ; though sts. it cannot be distd. from ὁπότε, Pl.Alc.1.105d, Jul.Or.7.204a, al. ; ὁπότε καὶ ὁ. Pl.Lg.772d ; ὁ. ἄν at whatever hour or time, S.Ph.464 ; whenever, PGiss.53.3 (iv A. D.); simply, when, LXX 4 Ma.2.16.    2 in indirect questions, in answer to a direct question, πηνίκ' ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας ;— ὁπηνίκα; what time of day is it ?—what time, do you say ? Ar.Av. 1499.    3 c. gen., οὐδεὶς οἶδ' ὁ. ἐστὶ τοὐνιαυτοῦ what time of year, Id.Fr.569.7.    II with conditional or causal force, ὁ. ἐφαίνετο ταῦτα πεποιηκώς when once it was seen that... D.18.14, cf. 21.42.

German (Pape)

[Seite 356] correlat. zu πηνίκα, dann wann, zu welcher Zeit, relat. u. indirect fragend; Soph. O. C. 435; ὡς ὁπηνίκ' ἂν θεὸς πλοῦν ἧμιν εἴκῃ, τηνικαῦθ' ὁρμώμεθα, Phil. 462; ὁπηνίκα; Ar. Av. 1499; ἐθύσαντο ὅπως, ὁπηνίκα καὶ δοκοίη τῆς ὥρας, τὴν πορείαν ποιοῖντο, Xen. An. 3, 5, 18, zu welcher Stunde sie auch wollten; Plat. Legg. VI, 772 d; Dem. 21, 42.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπηνίκᾰ: Δωρ. ὁπᾱνίκα, Ἐπίρρ. συσχετικὸν τοῦ πηνίκα, καθ’ ὁποίαν ὥραν, καθ’ ὁποίαν ἡμέραν, καθ’ ὁποῖον σημεῖον τοῦ χρόνου καὶ ὁρίζει τὸν χρόνον ἀκριβέστερον τοῦ ὁπότε, Σοφ. Ο. Κ. 434, Θουκ. 4. 125, Θεόκρ. 23. 33· ἂν καὶ ἐνίοτε δὲν δύναται νὰ διακριθῇ ἀπὸ τοῦ ὁπότε (Λοβ. εἰς Φρύν. 50), Πλάτ. Ἄλκ. 1. 105D· ὁπότε καὶ ὁπ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 722D· ὁπ. ἄν, καθ’ οἱανδήποτε ὥραν ἢ καθ’ οἱονδήποτε χρόνον, Σοφ. Φ. 464. 2) ἐν πλαγίαις ἐρωτήσεσιν, ἣν ὥραν προσήκει ἰέναι ..., καὶ ὁπ. ἀπιέναι Αἰσχίν. 2. 15· οὕτως ἐν ἀποκρίσει πρὸς εὐθεῖαν ἐρώτησιν, πηνίκ’ ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας; - ὁπηνίκα; - τί ὥρα εἶναι; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1499. 3) μετὰ γεν., οὐδεὶς οἶδ’ ὁπ. ἐστι τοὐνιαυτοῦ, τί ὥρα τοῦ ἔτους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 476. 7· ὁπ. τῆς ὥρας Ξεν. Ἀν. 3. 5, 18 ΙΙ. ἐπὶ αἰτιολογικῆς σημασίας, ἐπὶ τῇ ὑποθέσει ὅτι ..., καὶ ὁπηνίκα ἐφαίνετο ταῦτα πεποιηκὼς Δημ. 230. 1, πρβλ. 527. 23.

French (Bailly abrégé)

adv. relat.
quand, lorsque.
Étymologie: corrélat. de πηνίκα.

Greek Monolingual

ὁπηνίκα, δωρ. τ. ὁπανίκα (Α)
επίρρ.
1. σε όποια ή σε ποια ώρα ή ημέρα ή σε τί καιρό («ὁπηνίκα χρὴ ὁρμᾱσθαι», Θουκ.)
2. όταν («ὁπηνίκα γὰρ ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατεσκεύαζε...», ΠΔ)
3. με την υπόθεση ότι («ὁπηνίκα ἐφαίνετο ταῡτα πεποιηκώς», Δημ.)
4. φρ. «ὁπηνίκα ἄν» — σε οποιαδήποτε ώρα ή οποιονδήποτε χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφορικό επίρρ. όπηνίκα έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντωνυμίας ὅς, , (βλ. λ. ος) και το ερωτηματικό επίρρ. πηνίκα (βλ. λ. ηνίκα). Για τον σχηματισμό του επιρρ. πρβλ. και ὅπως < πῶς, ὅπῃ < πῇ κ.λπ.].