Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γλύφω

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλύφω Medium diacritics: γλύφω Low diacritics: γλύφω Capitals: ΓΛΥΦΩ
Transliteration A: glýphō Transliteration B: glyphō Transliteration C: glyfo Beta Code: glu/fw

English (LSJ)

[ῠ], fut.

   A γλύψω LXX Ex.28.9: aor. ἔγλυψα Str.9.2.25:— Med., aor. ἐγλυψάμην Theoc.Ep.8, Plu.2.806d:—Pass., aor. 1 part. γλυφθέν AP6.229 (Crin.), but aor. 2 γλυφέν [ῠ] App.Anth.3.79 (Posidipp.), Ps.-Callisth.3.22, (δια-) Ael.VH14.7: pf. γέγλυμμαι AP9.752 (Ascl. or Antip. Thess.), Pl.Smp.216d, (ἐγ-) Hdt.2.106, but ἐξ-έγλ- Eup.331, Pl.R.616d:—carve, cut out with a knife, ναῦς τ' ἔγλυφεν Ar.Nu.879; γ. σφρηγῖδας engrave them, Hdt.7.69, cf. Pl. Hp.Mi.368c; of sculptors, opp. γράφω, Hdt.2.46, Str.l.c.; ἔγλυψέν με σίδηρος, written under a statue, IG14.973:—Med., cause to be engraved, Theoc.l.c., Plu. l.c.    II note down or write [on waxen tablets], τόκους AP11.289 (Pall.).    III Pass., to be hatched, ἕως γλυφῆναι τὰ ὠά Antig.Mir.97. (Cf. Lat.glūbo 'peel', glūma 'husk', OHG. klioban 'cleave'.)

Greek (Liddell-Scott)

γλύφω: [ῠ]· μέλλ. γλύψω Ἑβδ.· ἀόρ. ἔγλυψα Στράβων 410, Ἀνθ. Π. 9. 818, πρβλ. ἐγ-, παραγλύπτω:― Μέσ., ἀόρ. ἐγλυψάμην Θεόκρ., Πλούτ.:― Παθ., ἀόρ. α΄ μεταγ. γλυφθὲν Ἀνθ. Π. 6. 229, ἀλλ’ ἀόρ. β΄ γλυφὲν [ῠ] αὐτ. παραρτ. 66, (δι-) Αἰλ.· πρκμ. γέγλυμμαι Ἀνθ. Π. 9. 752, (ἐγ-) Ἡρόδ., ἀλλὰ ἔγλυμμαι Πλάτ. Συμπ. 216D, (ἐξ-) Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 42, Πλάτ. Πολιτ. 616D, (Ἴδε ἐν λ. γλάφω.) Σκαλίζω, κόπτω διὰ μαχαιρίου, ναῦς τ’ ἔγλυφεν, ἐπὶ παιδίου, Ἀριστοφ. Νεφ. 879· γλ. σφρηγῖδας, σκαλίζω ἢ κοσμῶ αὐτὰς διά τινος τύπου, χαράττω, Ἡρόδ. 7. 69, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 368C· ἐπὶ γλυπτῶν, ἀντίθ. τῷ γράφω, Ἡρόδ. 2. 46, Στράβων 410· ἔγλυψέν με σίδηρος, εὑρεθὲν ἐν τῇ βάσει ἀγάλματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5972·― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλούτ. 2. 806D. ΙΙ. σημειῶ ἢ γράφω [ἐπὶ κηρωτῶν πινάκων], τόκους Ἀνθ. Π. 11. 289· πρβλ. τοκογλύφος.

French (Bailly abrégé)

f. γλύψω, ao. ἔγλυψα, pf. inus.
Pass. ao. ἐγλύφθην, ao.2 ἐγλύφην, pf. γέγλυμμαι et ἔγλυμμαι;
sculpter;
Moy. γλύφομαι (ao. ἐγλυψάμην) graver ou faire graver pour soi.
Étymologie: R. Γλυφ, tailler ; cf. lat. sculpo, cf. γράφω = lat. scribo, etc.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῠ-]

• Morfología: [aor. pas. part. neutr. γλυφέν Posidipp.Epigr.20.3, Ps.Callisth.120.6]
I 1cincelar, grabar c. ac. de obj. ext. σφρηγῖδας Hdt.7.69, δακτυλίους Pl.Hp.Mi.368c, γλύψεις ἐν αὐτοῖς (λίθοις) τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν Ισραήλ LXX Ex.28.9, cf. PMag.62.40 (III d.C.)
afilar, sacar punta en v. pas. κάλαμοι SB 10241.re.12 (I d.C.)
esculpir, tallar c. ac. int. γράφουσί τε δὴ καὶ γλύφουσι ... τοῦ Πανὸς τὤγαλμα pintan y esculpen la imagen de Pan Hdt.2.46, ναῦς Ar.Nu.879, ref. a una estatua de Praxíteles, Str.9.2.25, ἔγλυψέν με σίδηρος escrito bajo una estatua IUrb.Rom.152 (II/III d.C.)
abs. οἱ πλάσσοντες καὶ γλύφοντες los que forjan y esculpen ídolos LXX Is.44.9
en v. pas. καὶ ἀδύνατον γλύφεσθαι τῶν ὀστῶν μόνον ref. a los dientes, Arist.HA 516a26, τὸ δὲ γλυφὲν ἅρμα ... ὑπὸ Λυγκείου βλέμματος ἐγλύφετο el carro grabado ... fue tallado por una vista lincea Posidipp.Epigr.l.c., cf. Hsch.s.u. γλυφίδες
ref. a paredes estar cubierto de relieves γεγλυμμένα χερουβιν LXX Ez.41.18, cf. LXX Ex.36.13, a techos ὁμαλῶς διῄρηνται καὶ γεγλύφανται Eust.Op.360.69
part. subst. τὰ ... γεγλυμένα (sic) inscripciones, grabados en una estela IKyzikos 2.47 (II d.C.).
2 escribir, anotar (en tablillas enceradas) τόκους AP 11.289 (Pall.).
3 raspar, arañar ἐψηλάφα, ἔτιλλεν, ἔγλυφεν Hp.Epid.3.17.15, cf. Hsch.
4 en v. med.-pas. cascarse ἕως γλυφῆναι τὰ ᾠά Antig.Mir.97, ὅπως λακήσῃ τοὺς καλάμους γεγλ[υμ] μένους SB 10241 re.12 (I d.C.).
II en v. med. hacer tallar, hacer grabar ἀπ' εὐώδους γλύψατ' ἄγαλμα κέδρου Theoc.Ep.8.4, γλυψάμενος δ' εἰκόνα τῆς πράξεως ἐν σφραγῖδι Plu.2.806d.

• Etimología: De *gleubh-/*glubh- y rel. c. aaa. klioban ‘horadar’, lat. glūbo. Cf. tb. γλαφυρός.

Greek Monolingual

(AM γλύφω)
1. λαξεύω με γλύφανο σκληρή ύλη, σκαλίζω
2. χαράσσω διακοσμητικές παραστάσεις σε σκληρή ύλη
αρχ.
Ι. καταγράφω («γλύφων τόκους» — για τον τοκογλύφο που καταγράφει λεπτομερώς τί του χρωστάνε)
II. γλύφομαι
1. βάζω κάποιον άλλο να κάνει γλυπτή παράσταση
2. (για αβγά) εκκολάπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε IE gleubh- «κόβω, χαράζω, σμιλεύω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. klioban «σκάβω», λατ. glūbō), μπορεί δε να συσχετιστεί με το γλαφυρός.