ἐγκολπίζω

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκολπίζω Medium diacritics: ἐγκολπίζω Low diacritics: εγκολπίζω Capitals: ΕΓΚΟΛΠΙΖΩ
Transliteration A: enkolpízō Transliteration B: enkolpizō Transliteration C: egkolpizo Beta Code: e)gkolpi/zw

English (LSJ)

   A form a bay, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Str.5.4.5.    2 go into or follow the bay, Id.9.5.22.    3 inject into the vagina, Aët.1.126.    II Med., with pf. Pass., take in one's bosom, ὥσπερ ἑρπετὰ τοὺς ἀπορρήτους λόγους Plu.2.508d, cf. Plot. 1.4.6; embrace, θεὸς ἐγκεκόλπισται τὰ ὅλα Ph.1.425; περίοδος πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη a period embracing many turns of expression, D.H.Dem.4 (vulg. ἐγκαλλωπιζομένη) ; [ἰχθῦς] ἐ. τῇ σαγήνῃ to catch fish in the belly of the net, Alciphr.1.18.    2 conceive, Porph.Gaur.5.4.    3 embrace in a bay, ἄκρα πολὺν-ομένη λιμένα Dion.Byz.53.

German (Pape)

[Seite 709] 1) einen Meerbusen bilden, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Strab. 5, 4, 5. Aber 9, 5 g. E. = εἰσπλέω εἶς κόλπον. – 2) Med., in seinen Busen nehmen, Plut. garrul. 12; umfassen, umschließen, Philo u. a. Sp.; ἰχθῦς τῇ σαγήνῃ, fangen, Alciphr. 1, 18. – Bei Dion. Hal. de admir. vi Dem. 4 περίοδος πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη, nach Conj. für ἐγκαλλωπιζομένη, von einem bauschigen, schlecht abgerundeten Satze.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκολπίζω: μέλλ. -ίσω, σχηματίζω κόλπον, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Στράβων 243. 2) εἰσέρχομαι εἰς τὸν κόλπον, καὶ παραπλέω αὐτὸν μὴ ἀπομακρυνόμενος τῆς ξηρᾶς, αὐτόθι 443. ΙΙ. Μέσ. μετὰ παθ. πρκμ. λαμβάνω τινὰ εἰς τὸν κόλπον μου, Πλούτ. 2. 508D· ἐναγκαλίζομαι, Φίλων 1. 425· περίοδος πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη, περίοδος περιλαμβάνουσα πολλὰς στροφὰς ἐκφράσεως, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 4 (κοιν. ἐγκαλλωπιζομένη)· ἰχθύων οὓς ἐγκολπίζεται τῇ σαγήνῃ Ἀλκίφρων 1. 18.

French (Bailly abrégé)

1 former un golfe;
2 entrer dans un golfe;
Moy. ἐγκολπίζομαι;
1 enfermer dans son sein, embrasser;
2 envelopper, prendre dans un filet.
Étymologie: ἐν, κόλπος.

Spanish (DGE)

A intr.
1 formar una ensenada ἐγκολπίζουσα ἠιών Str.5.4.5.
2 náut. costear, perlongar navegando a lo largo de la costa ἀπὸ Δημητριάδος ἐγκολπίζοντι ἐπὶ τὸν Πηνειόν si se navega desde Demetríade al Peneo siguiendo las sinuosidades de la costa Str.9.5.22, op. εὐθυπλοίᾳ ‘navegando en línea recta’, Str.14.1.9, cf. 13.3.5.
B tr.
I en v. act. y v. med. mismo sent.
1 guardar en el seno unas copas, Ps.Callisth.83.16, cf. 19
fig. πάσας ... τὰς δυνάμεις Zeus al devorar a Fanes en el mito órfico, Procl.in Cra.62, πάσας τὰς νοητὰς καὶ νοερὰς ... δυνάμεις el mundo, Procl.in Ti.3.224.30, μονάδος ... τῶν ὅλων αἰτίας ἀφ' ἑαυτῆς ἐγκολπιζομένης Procl.Theol.Plat.5.11 (p.36), ὥσπερ ἑρπετὰ τοὺς ἀπορρήτους λόγους ἐγκολπισάμενος cobijando en su seno los secretos como serpientes como en la fábula esópica, Plu.2.508c, τὴν θείαν ἔλλαμψιν Procl.Theol.Plat.1.3 (p.16)
en v. pas. (δύναμις) ᾗ τὰ πάντα ἐγκεκόλπισται Clem.Al.Strom.2.2.5, ἐγκεκόλπισται τὰ ὅλα la potencia divina, Ph.1.425.
2 medic. introducir en la vagina en v. pas. (ἀμαράκινον) γυναιξὶ δὲ ἐγκολπιζόμενον καὶ ἔμμηνα κινεῖ Aët.1.128, cf. 3.153.
II sólo v. med.
1 geog. cobijar en una ensenada ἄκρα πολὺν ἐγκολπιζομένη λιμένα promontorio que encierra en una ensenada un gran puerto Dion.Byz.53
cobijar en un valle ὁ Παρνασὸς ... τὴν πόλιν ἐγκολπισάμενος Hld.2.26.2
fig. πολλοὺς ἀγκῶνας ... ἐγκολπιζομένη describiendo multitud de meandros del período oratorio de Isócrates, D.H.Dem.4.5.
2 no geog. encerrar, abarcar, rodear οὓς (ἰχθῦς) ἐγκολπίζεται τῇ σαγήνῃ los (peces) que guarda en la red Alciphr.1.21.2, δίκτυα ... θηρίον Philostr.Im.2.17, στρατόν del caballo de Troya, Clem.Al.Strom.2.20.113, τῶν ... μειζόνων ... τοὺς ἐλάσσονας los pesos referidos en el Timeo, Procl.in R.2.213, τὴν γῆν el Océano, Phlp.Opif.168.11, cf. 182.4
concebir τὰ εἴδη ταῖς φαντασίαις Porph.Gaur.5.4.

Greek Monolingual

ἐγκολπίζω (AM)
μσν.
1. παίρνω κάποιον στον κόλπο μου, αγκαλιάζω
2. (για ακτή) σχηματίζω κόλπο
αρχ.
1. πλέω μέσα στον κόλπο ή κατά μήκος της ακτής
2. εκσπερματώνω μέσα στον κόλπο της γυναίκας
3. αποδέχομαι, ενστερνίζομαι
4. περιλαμβάνω σε θαλάσσιο κόλπο
5. συλλαμβάνω σε δίχτυ
6. (για γυναίκα) συλλαμβάνω παιδί.