κατακλάω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
(A) [ᾱ], Att. for κατακλαίω (q.v.).
κατακλάω (B) [ᾰ], impf.
A κατέκλων Il.20.227, Hdt.9.62: aor. 1 -έκλᾰσα Pl.Phd.117d:—Pass., pf. and aor. (v. infr.):—break short, snap off, ἐπ' ἀνθερίκων καρπὸν θέον οὐδὲ κατέκλων Il.l.c.; κατεκλάσθη δ' ἐνὶ καυλῷ ἔγχος 13.608; τὰ δόρατα κατέκλων Hdt. l.c., cf. Pi.P.5.34; φυτευτήρια ἐλαῶν D.53.15; κατὰ δ' αὐχένα νέρθ' ἐπὶ γαίης κλάσσε bowed it down, Theoc.25.146; κ. τὸν ὀφθαλμόν ogle, Phryn.PSp.79 B.; but ὄμματα κατακεκλασμένα eyes with drooping lids, Arist.Phgn. 808a8; τὸ σῶμα . . -κέκλασται has been crushed, PMasp.77.12 (vi A.D.). II metaph., break down, οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε he broke us all down, Pl.Phd.l.c.; πάθος, εἴτ' οἶκτος εἴτ' αἰδώς, κατέκλασε τὴν διάνοιαν Plu.Tim.7; [Ἔρως] κατακλάσας τὸ σοβαρόν Id.2.767f:—more freq. in Pass., ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ, κλαῖον δ' ἐν ψαμάθοισι καθήμενος Od.4.538; of fear, ἡμῖν δ' αὖτε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ δεισάντων 9.256, cf. 10.198; τὸ θράσος κατεκέκλαστο Plu. Fab.11; of passion, ἐρώτων . . νόσῳ φρένας . . κατεκλάσθη E.Hipp.766 (lyr.); of pity, οὐδὲ κατεκλάσθης Call.Del.107; of persuasion, D.L. 7.114. 2 Pass., κατακεκλασμένος reduced by fever, Hp.Coac.510: metaph., of character, to become enfeebled, degenerate, Aristeas 149: in pf. part. Pass., enervated, effeminate, of men, Com.Adesp.339.2; γραφαὶ κ. D.H.Comp.18:—Act., κ. ἑαυτόν, of an effeminate dancer, Luc.Symp.18, Salt.27. III Pass., of light, to be refracted, opp. ἀνακλᾶσθαι (to be reflected), ὄψεως -κλωμένης Placit.3.18.1; of sound, αἱ κατακλώμεναι φωναὶ μετὰ φαρμακείην broken, feeble voice, Hp. Coac.246.
German (Pape)
[Seite 1353] = κατακλαίω, att. (s. κλάω), zerbrechen, zerknicken; ἐπὶ ἀνθερίκων καρπὸν θέον οὐδὲ κατέκλων Il. 20, 227; κατεκλάσθη δ' ἐνὶ καυλῷ ἔγχος 13, 608; κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν Pind. P. 5, 32; τὰ δόρατα κατέκλων Her. 9, 60; αὐχένα ἐπὶ γαίης, niederbeugen, Thuc. 25, 147. – Häufig übertr., αὐτὰρ ἔμοιγε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ Od. 4, 538, mein Herz wurde gebrochen, vgl. 9, 256. 10, 198. 12, 277; οὐδὲ κατεκλάσθης τε καὶ ᾤκτισας Callim. Del. 107; a. sp. D. So ist auch bei Plat. οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε τῶν παρόντων, er erschütterte, rührte Jeden, Phaed. 117 d richtige Lesart für κατέκλαυσε, was »zu Thränen bringen« heißen sollte; κατέκλασε καὶ συνέτριψεν αὐτῷ τὴν διάνοιαν Plut. Timol. 4. – Auch = schwächen, Eur. Cycl. 766 u. Sp.; brechen, τὸ θράσος κατακέκλαστο Plut. Fab. 11; τὸ σοβαρόν amat. 21; von der Stimme, im Ggstz von ἀνακλᾶν, sie tiefer machen, Luc. salt. 27; bei Hippocr. κατακλώμεναι φωναί, gebrochene Stimme.
Greek (Liddell-Scott)
κατακλάω: ᾱ, Ἀττ. ἀντὶ κατακλαίω.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
f. κατακλάσω, ao. Pass. κατεκλάσθην;
1 briser, acc.;
2 fléchir, courber ; Pass. se briser, se réfracter;
3 fig. briser, abattre, affaiblir : κατακλᾶν ἑαυτόν LUC se faire une voix basse et profonde.
Étymologie: κατά, κλάω.
2att. c. κατακλαίω.
English (Autenrieth)
ipf. κατέκλων: break down, break off; pass., fig., κατεκλάσθη φίλον ἦτορ, my heart broke, ‘gave way,’ Od. 4.481.
English (Slater)
κατακλάω
1 shatter κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν (P. 5.34)
Spanish
English (Strong)
from κατά and κλάω; to break down, i.e. divide: break.
English (Thayer)
κατάκλω: 1st aorist κατέκλασα; from Homer down; to break in pieces (cf. German zerbrechen (see κατά, III:4)): τούς ἄρτους, Luke 9:16.