ὄθομαι
English (LSJ)
only pres. and impf.,
A take heed, Hom. only in Il., and always with neg.: abs., οὐκ ἀλεγίζει οὐδ' ὄθεται Il.15.107 : c. inf., οὐκ ὄθεται φίλον ἦτορ ἶσον ἐμοὶ φάσθαι ib.166, cf. 182 : with part. for inf., ὃς οὐκ ὄθετ' αἴσυλα ῥέζων 5.403 : c. gen. pers., regard, σέθεν . . οὐκ ἀλεγίζω, οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος 1.181; ἐμεῖο οὐκ ὄθεται A.R.3.94, cf. 1.1267. (Cf. ὀθεύει, ὀθέω, ὄθη.)
German (Pape)
[Seite 296] Rücksicht nehmen, sich kümmern; bei Hom. immer mit der Negation; absol., οὐκ ἀλεγίζει, οὐδ' ὄθεται, Il. 15, 107; c. inf., οὐκ ὄθεται φίλον ἦτορ, ἶσον ἐμοὶ φάσθαι, 15, 166. 182; c. partic., οὐκ ὄθετ' αἴσυλα ῥέζων, er scheu't sich nicht, Frevelhaftes zu thun, 5, 403; c. gen., οὐκ ἀλεγίζω, οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος, ich kümmere mich nicht um den Zürnenden, achte seiner nicht, 1, 181; auch sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1267. 3, 94. – Vgl. übrigens Buttm. Lexil. I, 270.
Greek (Liddell-Scott)
ὄθομαι: ἀποθετ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., προσέχω, φροντίζω, μεριμνῶ περί τινος, «λογαριάζω», Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ἰλ. καὶ ἀείποτε μετ’ ἀρνήσεως· ἀπολ., οὐκ ἀλεγίζει οὐδ’ ὄθεται Ἰλ. Ο. 107· μετ’ ἀπαρ., οὐκ ὄθεται φίλον ἦτορ, ἶσον ἐμοὶ φάσθαι Ο. 166, 182· μετὰ μετοχ. ἀντὶ ἀπαρ.·, ὅς οὐκ ὄθετ’ αἴσυλα ῥέζων Ε. 403· ὡσαύτως μετὰ γεν. προσ., σέθεν δ’ ἐγὼ οὐκ ἀλεγίζω, οὐδ’ ὄθομαι κοτέοντος, δέν σε λογαριάζω οὔτε προσέχω εἰς τὴν ὀργήν σου, «σοῦ δὲ ἐγὼ οὐ λόγον ποιοῦμαι, οὐ φροντίζω, οὐδὲ ἐπιστροφὴν ποιοῦμαι ὀργιζομένου» (Σχόλ), Α. 181· οὕτως, Ἀπολλ. Ρόδ., ἐμεῖο οὐκ ὄθεται Γ. 94, πρβλ. Α. 1267. (Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ ὀθεύω, ὀθέω, καὶ ὄθη, φροντίς· πρβλ. ὡσαύτως ὄθμα).
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. 3ᵉ sg. ὤθετο;
s’agiter pour ; s’inquiéter, se préoccuper, d’ord. avec une nég. abs. οὐδ’ ὄθεται IL et il ne s’inquiète pas ; οὐδ’ ὄθομαι κοτέοντος IL je ne m’inquiète pas de sa colère ; οὐκ ὄθεται φάσθαι IL (ton cœur) ne craint pas de dire ; avec un part. : οὐκ ὄθεται ῥέζων IL il ne craint pas de faire.
Étymologie: R. Ὀθ, agiter ; cf. ὠθέω.
English (Autenrieth)
ὄθεται, ipf. ὄθετ(ο): always w. neg., not to heed, trouble oneself or care about, τινός, also abs., and w. inf. or part., Il. 5.403.