σάφα

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάφᾰ Medium diacritics: σάφα Low diacritics: σάφα Capitals: ΣΑΦΑ
Transliteration A: sápha Transliteration B: sapha Transliteration C: safa Beta Code: sa/fa

English (LSJ)

[σᾰ], poet. Adv. of σαφής,

   A clearly, plainly, assuredly, in Hom. esp. with Verbs of knowing, most freq. σάφα οἶδα, σάφα εἰδώς, etc., like εὖ οἶδα, εὖ εἰδώς, etc., to know assuredly, of a surety, followed by interrog., Il.2.192, 252, al.; by εἰ, 5.183; c. acc. and interrog. clause, Od.17.373; abs., 2.108; c. gen., ὃς σάφα θυμῷ εἰδείη τεράων Il.12.228, cf. Od.1.202; c. inf., Il.15.632; freq. in Trag., σάφ' οἶδα, σάφ' ἴσθι, etc., A.Supp.740, Pers.337, etc.; Com., σάφ' ἴσθι ὅτι Ar. Pl.889; less freq. in Prose, Antipho 6.18, X.Cyr.4.5.21; also ἐπιστάμεναι σ. θυμῷ Od.4.730; σ. ἐπίστασθαι Hp.Art.64; σ. δαείς Pi.O. 7.91: also with Verbs of speaking, clearly or with certainty, σ. εἰπεῖν Od.2.31, Pi.O.8.46; σ. φράζειν Hp.Acut.3; μυθήσασθαι Theoc.25.198; σ. εἰπεῖν speak truly, opp. ψεύδεσθαι, Il.4.404.

German (Pape)

[Seite 865] poet. adv. zu σαφής, sichtlich, deutlich, verständlich, zuverlässig; oft bei Hom., der es bes. mit den Zeitwörtern »wissen« vrbdt, am häufigsten σάφα οἶδα, σάφα εἰδώς u. s. w., wie εὖ εἰδέναι, bestimmt, genau wissen; auch c. gen., ὃς σάφα θυμῷ εἰδείη τεράων, Il. 12, 228; eben so σάφα ἐπί. στασθαι, Od. 4, 730; δαείς, Pind. Ol. 7, 91; u. oft Tragg., wie Aesch. Pers. 329 Ag. 1342; Soph. El. 662 u. oft; ὁρᾷς οὐδἐν ὧν δοκεῖς σάφ' εἰ. δέναι, Eur. Or. 259, u. öfter; οἱ σάφ' εἰδότες, Ar. Th. 596; selten in Prosa, σάφ' ἴσθι Xen. Cyr. 1, 6, 10, οἶδα 4, 5, 21; – sonst noch σάφα εἰπεῖν, bestimmt, deutlich ansagen, ἀγγελίην, Od. 2, 31, auch zuverlässig, wahrhaft sprechen, im Ggstz von ψεύδεσθαι, Il. 4, 404; εἴπαις, Pind. Ol. 8, 46.

Greek (Liddell-Scott)

σάφᾰ: [σᾰ], ποιητ. ἐπίρρ. τοῦ σαφής, φανερῶς, «ὁλοφάνερα», σαφῶς, βεβαίως, συχν. παρ’ Ὁμήρ., κλπ., μάλιστα μετὰ ῥημάτων γνωστικῶν, συχνότατα δὲ σάφα οἶδα, σάφα εἰδώς, κτλ., ὡς τὸ εὖ οἶδα, εὖ εἰδώς, κτλ., γνωρίζω μετὰ βεβαιότητος, πολύ καλά, ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, Ἰλ. Β. 192, κτλ.· διὰ τοῦ εἰ Ε. 183· μετ’ αἰτ., Ὀδ. Ρ. 373· ἀπολ., Β. 108· μετὰ γενικ., ὃς σάφα θυμῷ εἰδείη τεράων Ἰλ. Μ. 228, πρβλ. Ὀδ. Α. 202· μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ο 632· συχν. ὡσαύτως παρὰ Τραγικ., σάφ’ οἶδα, σάφ’ ἴσθι κτλ.· σάφ’ ἴσθι ὅτι Ἀριστοφ. Πλ. 889· ἐνιαχοῦ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 829, Ἀντιφῶν 143. 32, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 21· - οὕτω, σάφα ἐπίστασθαι Ὀδ. Δ. 730· σάφα δαεὶς Πινδ. Ο. 7. 166· - συχν. ὡσαύτως μετὰ ῥημάτων λεκτικῶν, σάφα εἰπεῖν, λέγω σαφῶς, φανερά, «καθαρά», «παστρικά», Ὀδ. Β. 31, Πινδ. Ο. 8. 61· λέγω ἐν ἀληθείᾳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψεύδεσθαι, Ἰλ. Δ. 404· σ. φράζειν Ἱππ. 383. 51· μυθήσασθαι Θεόκρ. 25. 198. Πρβλ. σαφής.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 clairement, manifestement : σάφ’ οἶδα XÉN je sais très bien ; σάφα εἰπεῖν OD dire clairement;
2 franchement : σάφα εἰπεῖν IL dire la vérité.
Étymologie: σαφής.

English (Autenrieth)

(σαφής): clearly, plainly, for certain.

English (Slater)

ςᾰφᾰ
   1 clearly εὐθυπορεῖ, σάφα δαεὶς (O. 7.90) σάφα εἴπαις (O. 8.46) τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις (P. 2.57)

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (ποιητ. τ.)
1. σαφώς, φανερά, ολοφάνερα
2. (με γνωστικά και λεκτικά ρήματα) βεβαίως («σάφ' οἶδα ὑπό τε τῶν ἀγαθῶν πεπανθήσεσθαι», Ξεν.)
3. φρ. «σάφα λέγω» — λέω την αλήθεια («ἐπιστάμενος σάφα εἰπεῑν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το επίρρ. σάφα (πρβλ. κάρτα, τάχα) φαίνεται ότι είναι ο αρχαιότερος τ. του συστήματος από τον οποίο σχηματίστηκε αρχικά το επίρρ. σαφ-έως (πρβλ. τάχα: ταχέως), στη συνέχεια το ουδ. σαφές με επιρρμ. χρήση και το συγκρ. σαφέστερον, απ' όπου το επίθ. σαφής. Καμία από τις ετυμολογήσεις που έχουν προταθεί για τους τ. δεν είναι ικανοποιητική. Κατά μία άποψη, πρόκειται για σύνθ. λ. με α' συνθετικό επιτατικό τ. σα- και β' συνθετικό -φα / -φής (πρβλ. φάος, φαίνω). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. σάος (βλ. λ. σώος, τύλη), ενώ κατ' άλλους με τον ιων. τ. σάω «κοσκινίζω» (βλ. λ. σήθω) + -φα (πρβλ. μέσφα). Η οικογένεια τών τ. σάφα / σαφής εκφράζει την έννοια της πραγματικότητας με διαύγεια, διαφάνεια, ευκρίνεια, ενώ το επίθ. ἀληθής είχε τη σημ. «αυτός που δεν είναι δυνατόν να κρυφθεί», από όπου «πραγματικός», το επίθ. ἀτρεκής την έννοια της ακρίβειας και το επίθ. ἐτεός την έννοια της αυθεντικότητας].