ῥώομαι

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥώομαι Medium diacritics: ῥώομαι Low diacritics: ρώομαι Capitals: ΡΩΟΜΑΙ
Transliteration A: rhṓomai Transliteration B: rhōomai Transliteration C: roomai Beta Code: r(w/omai

English (LSJ)

Ep. Verb, of which Hom. uses 3pl. impf. ἐρρώοντο, Ep. ῥώοντο, and 3pl. aor. ἐρρώσαντο (v. infr.); aor. subj. ῥώσονται or

   A -ωνται Call.Del.175: Nic. has also ῥώετο, Th.351; later in pres., Orph.L.707 (prob.), D.P.518 codd.:—move with speed or violence, rush on, esp. of warriors, Il.11.50, 16.166, cf. Hes.Sc.230; τεύχεσιν ἐρρ. πυρὴν πέρι ran round it, Od.24.69; Νυμφάων, αἵ τ' ἀμφ' Ἀχελώϊον ἐρρώσαντο dance, Il.24.616 (cf. ἐπιρρώομαι 1.2): c. acc. cogn., χορὸν ἐρρώσαντο they ply the dance, h.Ven.261; ὑπὸ ῥώοντο ἄνακτι they moved supporting their lord, Il.18.417; κνῆμαι ῥώοντο, γούνατα ἐρρώσαντο, ib.411, Od.23.3; also of horses' manes, ἐρρώοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο waved streaming in the wind, Il.23.367.

German (Pape)

[Seite 855] altes ep. dep. med., sich kräftig, heftig, schnell bewegen, schnell gehen, eilen, sich mit Anstrengung bewegen, von Kriegern, anstürmen, heraneilen, Il. 11, 50. 16, 166; vgl. Hes. Sc. 230; H. h. Merc. 502; περὶ πυρήν, herumlaufen, Cd. 24, 69; von Tanzenden, Il. 24, 616; auch c. accus., χορὸν ἐῤῥώσαντο, sie bewegten, schwangen den Reigen, H. h. Ven. 262; ῥώοντο ἄνακτι, sie strengten sich für den Herrn an, Il. 18, 417; κνῆμαι, γούνατα, die Füße bewegten sich kräftig, mit Anstrengung, 18, 411 Od. 23, 3; auch von den Haaren, ἐῤῥώοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο, sie bewegten sich, flatterten nach dem Hauche des Windes, Il. 23, 367. Hom. braucht übh. nur ἐῤῥώοντο, ῥώοντο u. ἐῤῥώσαντο, Il. 24, 616 Od. 23, 3; Nic. hat auch ῥώετο, Ther. 351.

Greek (Liddell-Scott)

ῥώομαι: ἀρχ. Ἐπικ. ἀποθ., οὗ ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται τὸ γ΄ πληθ. τοῦ παρατατ. ἐρρώοντο, Ἐπικ. ῥώοντο, καὶ τὸ γ΄ πληθ. τοῦ ἀορ. ἐρρώσαντο (ἴδε κατωτ.)· ὁ Νικ. ἔχει ὡσαύτως ῥώετο, Θηρ. 351. Κινοῦμαι μετὰ ταχύτητος ἢ ὁρμῆς, ὁρμῶ, τινάσσομαι, πηδῶ, ἐφορμῶ, μάλιστα ἐπὶ πολεμιστῶν, Ἰλ. Λ. 50, Π. 166, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 230· πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρήν, ἐρρωμένως ἐκινήθησαν, Ὀδ. Ω. 69· Νυμφάων, αἵτ’ ἀμφ’ Ἀχελώϊον ἐρρώσαντο, ἐχόρευσαν, Ἰλ. Ω. 616 (πρβλ. ἐπιρρώομαι ΙΙ)· ἢ μετὰ συστοίχου αἰτ., καλὸν χορὸν ἐρρώσαντο, ἐχόρευσαν ἐρρωμένως τρυφηλὸν χορόν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 262· ὑπὸ δ’ ἀμφίπολοι ῥώοντο ἄνακτι, ὑπερρώοντο ὑπ’ αὐτῷ, ὑφώρμων, ἔτρεχον αἱ θεράπαιναι (ὑποστηρίζουσαι τὸν κύριόν των, δηλ. τὸν Ἥφαιστον), Ἰλ. Σ. 417· οὕτως, ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί, «αἱ δὲ ἀσθενεῖς καὶ λεπταὶ αὐτοῦ κνῆμαι ὑπερεκινοῦντο μετὰ κακοπαθείας» (Σχολ.), αὐτόθι 411· γούνατα δ’ ἐρρώσαντο, «ἐρρωμένως ἐκινήθησαν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ψ. 3· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς κόμης, χαῖται δ’ ἐρρώοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο, ἐσείοντο μετὰ τῆς πνοῆς τοῦ ἀνέμου, Ἰλ. Ψ. 367. (Ἐντεῦθεν πιθανῶς ῥώννυμι, ῥώμη, Λατ. robur, robustus· ἴσως καὶ συγγενὲς τῷ *ῥύω, ἐρύω, ῥύμη). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥώοντο· ὥρμων, ἐρρωμένως ἐκινοῦντο, ὁρμὴν ἐλάμβανον».

French (Bailly abrégé)

impf. ἐρρωόμην, f. ῥώσομαι, ao. ἐρρωσάμην, pf. inus.
s’agiter avec force : περὶ πυρήν OD s’empresser ou courir en foule autour d’un bûcher ; ἄνακτι IL s’empresser pour son maître.
Étymologie: R. Σρυ, Ῥυ, couler ; v. ῥέω ; cf. lat. ruo.

English (Autenrieth)

(cf. ruo), ipf. (ἐρ)ρώοντο, aor. ἐρρώσαντο: more quickly; γούνατα, κνῆμαι, ψ 3, Il. 18.411; of dancing, marching in armor, horses' manes fluttering, Il. 24.616, Od. 24.69, Il. 23.367.

Greek Monolingual

Α
(επικ.τ.) (αποθ.)
1. (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με ταχύτητα, με ορμή, σπεύδω, εφορμώ («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», Ομ. Οδ.)
2. (για χορευτές) εκτελώ γρήγορες κινήσεις
3. (για μαλλιά) κυματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, η λ. συνδέεται με τα ῥώμη, ῥώννυμι (βλ. λ. ῥώννυμι). Αντίθετα, η άποψη ότι η λ. σχηματίστηκε από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα ῥω- του ῥεω (πρβλ. πλώω: πλέω) προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].