Χάρυβδις

From LSJ
Revision as of 02:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231

German (Pape)

[Seite 1340] ἡ (s. nom. pr.), übh. Strudel, Schlund, Eur. Suppl. 516; auch übertr., ein gefräßiger, raubgieriger Mensch, Ar. Equ. 248.

Greek (Liddell-Scott)

Χάρυβδις: -εως, Ἰων. ιος, ἐπικίνδυνος θαλασσία δίνη κατὰ τὴν βορείαν ἀκτὴν τῆς Σικελίας ἀπέναντι τῆς κρημνώδους πέτρας τῆς Σκύλλης, Ὀδ. Μ. 101 κἑξ., Εὐρ. Τρῳ. 426, Θουκ. 4. 24, Στράβ. 268. 2) καθόλου, δίνη, Σιμωνίδ. 46, Εὐρ. Ἱκ. 500, πρβλ. Στράβ. 275. 3) μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπου ἅρπαγος, χ. ἁρπαγῆς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 248· πρβλ. ποντοχάρυβδις. (Ἡ ἐτυμολογία εἶναι ἀμφίβολος). - Καθ’ Ἡσύχ.: χάρυβδις· χάσμα θαλάσσης, ἢ καταιγίς», - «χάρυβδις ὠμόβροτος· ἡ ἀναπενομένη θάλασα».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 Charybde, monstre marin qui attirait et engloutissait les vaisseaux, dans le détroit de Messine;
2 gouffre, abîme en gén.

English (Autenrieth)

Charybdis, the whirlpool opposite Scylla, Od. 12.104, , 23, Od. 23.327.

Greek Monotonic

Χάρυβδις: [ᾰ], -εως, Ιων. -ιος, ἡ, Χάρυβδις,
1. επικίνδυνη θαλάσσια δίνη στην ακτή της Σικελίας, απέναντι από τον ιταλικό βράχο Σκύλλα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.
2. γενικά, θαλάσσια δίνη, σε Ευρ.
3. μεταφ., λέγεται για αρπακτικό άνθρωπο, Λατ. barathrum, Χάρυβδις ἁρπαγῆς, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).