ἐργώδης
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ες,
A difficult, troublesome, ἐ. φαρμακεύεσθαι hard to purge, Hp.Aph.2.37, cf. X.Mem.2.6.9 ; ἐ. αἱ φαρμακεῖαι Hp.Aph.4.5 ; of persons, Thphr.Char.6.10 ; θυγάτηρ κτῆμ' ἐστὶν ἐργῶδες πατρί Men. 60 ; πολέμιος Plu.Marc.30 ; ἐργῶδές [ἐστιν] c.inf., Arist.EN1171a5, Philippid.9.9, cf. Sosip.1.24 : Comp. -έστερον Arist.EN1102a25, Luc.Halc.4 : Sup. -έστατος X.Mem.1.3.6. Adv. -δῶς with difficulty, ὑγιάζεται Hp.Aph.6.6, cf. Thphr.HP9.16.5, Ph.Bel.84.12.
German (Pape)
[Seite 1022] ες, mühsam, schwierig, lästig, Plat. Ep. IX, 357 e; θυγάτηρ κτῆμ' ἐστὶν ἐργῶδες πατρί Men. Stob. fl. 77, 5; Sp., wie Luc. Hermot. 1 Saturn. 7; πολέμιος Plut. Marc. 30; ἐργωδέστερον Xen. Mem. 2, 6, 9; ἐργωδέστατον 1, 3, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργώδης: -ες, (εἶδος) ἐπίπονος, ὀχληρός, ἐργ. φαρμακεύεσθαι, δύσκολος πρὸς κάθαρσιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245, πρβλ. 1249, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 9· θυγάτηρ κτῆμ’ ἐστὶν ἐργῶδες πατρὶ Μένανδ. ἐν «Ἀνεψιοῖς» 2· πολέμιος Πλουτ. Μάρκελλ. 30· ἐργῶδές ἐστιν, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 10, 5 κ. ἀλλ.· ἐργωδέστερον αὐτόθι 1. 13, 8, κ. ἀλλ. - Συγκριτ. καὶ ὑπερθ. -έστερος, -έστατος, Λουκ. Ἁλκ. 4, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 6.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
laborieux, difficile.
Étymologie: ἔργον, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (AM ἐργώδης, -ες) έργον
επίπονος, κοπιαστικός.
Greek Monotonic
ἐργώδης: -ες (εἶδος), επίπονος, σκληρός, ενοχλητικός, σε Ξεν. κ.λπ.