θρῖον
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
τό,
A fig-leaf, Ar.Ec.707, Sotad.Com.1.27: generally, leaf, Nic.Al.55; petal, ib.407. 2 prov., θρίου ψόφος, of empty threats, Ar.V.436. II mixture of eggs, milk, lard, flour, honey, cheese, etc., wrapped in fig-leaves, θ. ταρίχους, δημοῦ, Id.Ach.1101, 1102; δημοῦ βοείου θρῖον Id.Eq.954; ἐγκεφάλου θρίω δύο (a pun on the figleaf-like hemispheres of the brain) Id.Ra.134, cf. Sch. ll. cc. [ῑ, Ar. Eq.954, al., Men.518.11; θρῐα, θρῐον are ff. ll. for θρύα, θρύον in Theoc. 13.40, AP9.723 (Antip. Sid.); cf. λεπτόθρῐος.]
German (Pape)
[Seite 1219] τό (von τρεῖς, τρία, wegen der drei Ausschnitte?), 1) Feigenblatt, Ar. Eccl. 707 Vesp. 436; comic. Ath. VII, 293 b; von anderen Blättern, Nic. Al. 55. 497. – 21 eine Speise aus Schmalz, Honig, Eiern u. Weizenmehl, in Feigenblätter eingewickelt u. gebacken, ausführlich von Schol. Ar. Equ. 949 beschrieben. Feigenblätter wurden überhaupt zum Einhüllen von Eßwaaren u. zum Aufbewahren gebraucht, dah. θρῖον ταρίχους, δημοῦ βοείου, Ar. Ach. 1066 Equ. 949; aber Ran. 134 ἀλλ' ἀπολέσαιμ' ἂν ἐγκεφάλου θρίω δύο ist wohl komisch von den Theilen, Lappen des Gehirns gesagt, Droysen "Hirnklöße", Schol. ὁ ἐγκέφαλος ἔχει ἐφ' ἑαυτὸν ὑμένας ἐοικότας ταῖς τῆς συκῆς φύλλοις.
Greek (Liddell-Scott)
θρῖον: τό, φύλλον συκῆς, Ἀριστοφ. Σφ. 436, Ἐκκλ. 707, Κωμ. παρ’ Ἀθην. 293D· καθόλου, φύλλον, Νικ. Ἀλεξιφ. 55. 407. ΙΙ. μῖγμα ᾠῶν, γάλακτος, στέατος ὑείου ἢ ἐριφείου, σεμιδάλεως, μέλιτος καὶ τυροῦ, εἶδος «σφογγάτου», οὕτω κληθὲν διότι περιετυλίσσετο εἰς φύλλον συκῆς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1102, ἔνθα ἴδε Σχολιαστ., πρβλ. καὶ Σχόλ. εἰς Ἱππ. 954 καὶ εἰς Βατρ. 134· δημοῦ βοείου θρῖον ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐγκεφάλου θρίω δύο ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολυδ. Ϛ΄, 57. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ τρὶς, τρία, ἐκ τῶν τριῶν λοβῶν τοῦ φύλλου συκῆς). ῑ Ἀριστοφ. Ἱππ. 954, πρβλ. Ἀχ. 158, 1102. Ἀντὶ θρῐον ἐν Θεοκρ. 13. 40, Ἀνθ. Π. 9. 723, ἀναγνωστέον θρύον, κατὰ Ἰακώψ. σ. 622· ἀλλὰ πρβλ. λεπτόθρῐος.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 feuille de figuier ; p. ext. toute feuille;
2 sorte d’omelette, faite de lait, d’œufs, de saindoux, de farine, de miel et de fromage (~brick), conservée dans des feuilles de figuier;
3 membrane du cerveau.
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
θρῑον, τὸ (Α)
1. φύλλο συκιάς
2. τα φυλλοειδή ημιμόρια του εγκεφάλου
3. είδος φαγητού με αβγά, γάλα, λίπος, σιμιγδάλι, μέλι και τυρί, τυλιγμένα σε φύλλο συκιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ., πιθ. μεσογειακής προέλευσης. Συνδέεται ίσως με τη γλώσσα του Ησυχίου θρινία
άμπελος εν Κρήτη.
Greek Monotonic
θρῖον: τό,
I. φύλλο συκής, σε Αριστοφ.
II. μείγμα από αυγά, γάλα, λαρδί, αλεύρι, μέλι και τυρί, είδος ομελέτας, η οποία ονομαζόταν έτσι, γιατί τυλιγόταν σε φύλλα συκιάς, στον ίδ. (πιθ. από το τρίς, από τις τρεις εγκολπώσεις του φύλλου της συκιάς).