περιπετάννυμι

From LSJ
Revision as of 01:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπετάννῡμι Medium diacritics: περιπετάννυμι Low diacritics: περιπετάννυμι Capitals: ΠΕΡΙΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: peripetánnymi Transliteration B: peripetannymi Transliteration C: peripetannymi Beta Code: peripeta/nnumi

English (LSJ)

also περιπεταννύω, X.Oec.19.18: pf. Pass. -πέπτᾰμαι :—

   A spread or stretch around, Χέρα [τινί] E.Hel.628 (lyr.); κατάδεσμον π. ἥβης spread bathing-drawers over... Theopomp.Com.37 (s. v.l.) ; [ὀθόνιον] τῷ ἀγγείῳ Dsc.5.75 ; π. φοινικίδας spread them out, Aeschin.3.76; ἄμπελος . . π. τὰ οἴναρα X.l.c.:—Pass., φορεῖον χρυσοῦν περιπεπετασμένον πορφύραν covered with... D.S.31.8 ; ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος is spread over it, Theoc.1.55, cf.A.R.1.1036 (tm.).

German (Pape)

[Seite 586] u. περιπεταννύω (s. πετάννυμι), ringsherum, darüber breiten, bedecken; περιπετάσασα χέρα φίλι ον, Eur. Hel. 634; περιεπέτασε φοινικίδας, Aesch. 3, 76.

Greek (Liddell-Scott)

περιπετάννῡμι: ὡσαύτως, -ύω, Ξεν. Οἰκ. 19, 18· μέλλ. -πετάσω [ᾰ]· παθ. πρκμ. -πέπτᾰμαι. Ἐκτείνῳ ἢ ἁπλώνω περί τινα ἢ περί τι, χέρα τινὶ Εὐρ. Ἑλ. 628· τηνδὶ περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα κατάδεσμον ἥβης περιπέτασον Θεόπομ. Κωμ. ἐν «Παισὶ» 2· π. φοινικίδας Αἰσχίν. 64. 27· ἄμπελος π. τὰ οἴναρα Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., περιπεπετασμένος πορφύραν, κεκαλυμμένος διά..., Διόδ. 2. 644, 50· ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος, ἁπλοῦται ἐπ’ αὐτοῦ πανταχόθεν, Θεόκρ. 1. 55, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1036.

French (Bailly abrégé)

déployer tout autour : οἴναρα XÉN déployer des pampres autour des ceps en parl. de la vigne.
Étymologie: περί, πετάννυμι.

Greek Monolingual

και περιπεταννύω Α
1. απλώνω κάτι κυκλικά πάνω σε κάτι, σκεπάζω ολόγυρα, περικαλύπτω
2. κατευθύνω προς όλες τις διευθύνσεις («περιπεταννύουσα δὲ [ἡ ἄμπελος] τὰ οἴναρα», Ξεν.)
3. ξεδιπλώνω («φοινικίδας περιεπέτασε», Αισχίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πετάννυμι «εκτείνω, απλώνω»].

Greek Monotonic

περιπετάννῡμι: και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ], Παθ. παρακ. -πέπτᾰμαι· απλώνω ή τεντώνω, εκτείνω ολόγυρα, χέρα τινί, σε Ευρ.· περιπετάννυμι φοινικίδας, τις απλώνω ολόγυρα, σε Αισχίν. — Παθ., περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος, απλώνεται παντού, σε Θεόκρ.