πεπαίνω

From LSJ
Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπαίνω Medium diacritics: πεπαίνω Low diacritics: πεπαίνω Capitals: ΠΕΠΑΙΝΩ
Transliteration A: pepaínō Transliteration B: pepainō Transliteration C: pepaino Beta Code: pepai/nw

English (LSJ)

aor. ἐπέπᾱνα (v. infr. 2) :—Pass., fut. πεπανθήσομαι : aor. ἐπεπάνθην (v. infr.) : pf. inf.

   A πεπάνθαι Arist.Pr.925a13 : (πέπων) :— ripen, Hdt.1.193 ; ὀρχάτους ὀπωρινούς E.Fr.896 ; π. τὴν ὀπώραν, of the vine, bring its fruit to maturity or perfection, X.Oec.19.19, cf. Arist.Mir.846b1 ; [ἡ συκῆ] π. τέτταρας καρπούς Thphr.HP4.2.3; but [συκῆ] π. τὴν σάρκα τοῦ ὄρνιθος, by being boiled with it, Plu.2.697b : abs., διασκοπῶν ἥδομαι τὰς . . ἀμπέλους, εἰ πεπαίνουσιν ἤδη, i.e. if the grapes are ripening, Ar.Pax1163(lyr.) :—Pass., become ripe, Hdt.4.199, Ion Trag.57, Trag.Adesp.396, Gp.4.6.1, etc.    2 metaph., soften, assuage, πεπᾶναι ὀργήν Ar.V.646 ; χρόνος ὁ πάντα πεπαίνειν εἰωθώς Plu.2.102a ; ὀργὴ πεπανθήσεται X.Cyr.4.5.21 ; τὸ πεπανθὲν ἔρωτος τραῦμα AP12.80 (Mel.) ; of a person, ἢν πεπανθῇς E.Heracl. 159.    3 in Pass., of tumours, soften and suppurate, Hp.Epid.6.2.16 ; of illness generally, come to a head, mature, Id.Aph.2.40, Prog.12 ; μέχρι ἂν τῆς νούσου ἡ ἀκμὴ πεπανθῇ Id.Acut.38 ; also οὖρα πεπαινόμενα Id.Epid.1.3.    4 χρὼς ἐπὶ χρωτὶ πεπαίνετο grew warm, Theoc.2.140.

German (Pape)

[Seite 559] 1) weich, milde machen; von Früchten, ἐὰν πεπανθῇ, Pol. 12, 2, 3; Luc. V. H. 1, 22; Plut. Symp. 2, 7, 2; u. aus Ion ib. 3, 10, 2 μέλας γὰρ αὐτοῖς οὐ πεπαίνεται βότρυς; – auch vom Baume selbst gesagt, πεπαίνει τέτταρας καρπούς, er bringt viermal Früchte zur Reise, Ath. III, 77 c; pass. reif werden, Her. 4, 199; übertr., τραῦμα πεπανθέν, geheilte Wunde, Mel. 55 (XII, 80); u. von Leidenschaften, mildern, mäßigen, ὀργὴν πεπᾶναι, Ar. Vesp. 646; vgl. Xen. Cyr. 4, 5, 21, ἡ ὀργὴ ὑπό τε τῶν ἀγαθῶν πεπανθήσεται καὶ σὺν τῷ φόβῳ λήγοντι ἄπεισι; – vgl. Eur. Heracl. 160; Iac. Ach. Tat. 774; auch χρὼς ἐπὶ χρωτὶ πεπαίνετο, warm werden. – 2) intrans. weich werden, reisen, von Trauben, Ar. Pax 1129.

Greek (Liddell-Scott)

πεπαίνω: ἀόρ. ἐπέπᾱνα, (ἴδε κατωτ.). ― Παθ., μέλλ. πεπανθήσομαι, ἀόρ. ἐπεπάνθην (ἴδε κατωτ.)· πρκμ. ἀπαρ. πεπάνθαι Ἀριστ. Προβλ. 20, 20· (πέπων). Ποιῶ τι ὥριμον, Ἡρόδ. 1. 193, Εὐρ. Ἀποσπ. 883· πεπαίνειν τὴν ὀπώραν, ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, Ξεν. Οἰκ. 19. 19, Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 161· οὕτω, [ἡ συκῆ] π. τέτταρας καρποὺς Ἀθήν. 77C· ἀλλά, συκῆ π. τὴν σάρκα, βραζομένη μετ’ αὐτῆς, Πλούτ. 2. 697Β· ἀπολ., διασκοπῶν ἥδομαι τὰς... ἀμπέλους, εἰ πεπαίνουσιν ἤδη, δηλ. ἂν αἱ σταφυλαὶ ἤρξαντο ὡριμάζουσαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1113 ― παθ., γίνομαι ὥριμος, Ἡρόδ. 4. 199, Ἴων παρὰ Πλουτ. 2.658Β, κτλ. 2) μεταφορ., κατευνάζω, καταπραΰνω, πεπᾶναι ὀργὴν Ἀριστοφ. Σφ. 645· ὀργὴ πεπανθήσεται Ξεν. Κύρ. 4. 5, 21· τὸ πεπανθὲν ἔρωτος τραῦμα Ἀνθ. Π. 12. 80· ἐπὶ προσώπου, ἢν πεπανθῇς Εὐρ. Ἡρακλ. 159. 3) ἐν τῷ παθ., ὡσαύτως ἐπὶ οἰδημάτων, μαλάσσομαι, πυοῦμαι, σχηματίζω πύον, «ὀμπυάζω», Ἱππ. 1170Β· καθόλου ἐπὶ νοσημάτων, βράγχοι καὶ κόρυζαι τοῖσι σφόδρα πρεσβύτῃσιν οὐ πεπαίνονται ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1246· Προγν. 40· πρβλ. πεπασμός· ― χρὼς ἐπὶ χρωτὶ πεπαίνετο, ἐθερμαίνετο,«ἤγουν ἐρωτικῶς ἐμαλθάσσετο» (Εὐστ. 478, 52), Θεόκρ. 2. 140.

French (Bailly abrégé)

Act. seul. prés. et ao. ἐπέπανα;
Pass. f. πεπανθήσομαι, ao. ἐπεπάνθην, pf. inf. πεπάνθαι;
1 faire cuire, faire mûrir ; Pass. mûrir, être mûr;
2 amollir par la cuisson;
3 fig. faire mûrir, amener à maturité ; au mor. adoucir, calmer.
Étymologie: πέπων.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πένων
παθ. πεπαίνομαι
γίνομαι ώριμος, ωριμάζω («έκειντο πεπαινόμενα εις τον ήλιον μακρυλά καρπούζια», Παπαδ.)
μσν.-αρχ.
παθ. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι
αρχ.
1. (σχετικά με φυτό) καθιστώ κάτι ώριμο, μαλακώνω
2. (αμτβ.) έχω ώριμους καρπούς
3. παθ. α) (για πρήξιμο) μαλακώνω και σχηματίζω πύον, εμπυάζω
β) (για ασθένειες) κορυφώνομαι, φθάνω στην πλήρη εξέλιξη
4. μτφ. (σχετικά με πρόσωπα και ψυχικές καταστάσεις) καταπραΰνω, κατευνάζω.

Greek Monotonic

πεπαίνω: αόρ. αʹ ἐπέπᾱνα· Παθ., μέλ. πεπανθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπεπάνθην· (πέπων
1. ωριμάζω, κάνω κάτι ώριμο, μεστώνω, σε Ηρόδ.· απόλ., διακοπῶν τὰς ἀμπέλους, εἰ πεπαίνουσι ἤδη, δηλ. εάν τα σταφύλια ωριμάσουν, σε Αριστοφ. — Παθ., γίνομαι ώριμος, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. μεταφ., κατευνάζω, καταπραΰνω την οργή, σε Αριστοφ., Ξεν.· λέγεται για ανθρώπους, ἢν πεπανθῇς, σε Ευρ.