παρηγορέω

From LSJ
Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρηγορέω Medium diacritics: παρηγορέω Low diacritics: παρηγορέω Capitals: ΠΑΡΗΓΟΡΕΩ
Transliteration A: parēgoréō Transliteration B: parēgoreō Transliteration C: parigoreo Beta Code: parhgore/w

English (LSJ)

impf.

   A παρηγόρουν A.Pr.646 ; Ep. παρηγορέεσκε A. R. 4.1740, Musae.39 : fut. -ήσω Plu.Ant.83 : aor. -ησα E.Hec.288, Pl. Ax.364c :—Med., impf., Hdt.(v. infr.) : aor. -ησάμην Luc.Am.52 :— Pass., pres., Ath.15.687d : fut. -ήσομαι Hp.Hum.1, Aret.CD2.3 : aor. -ήθην Plu.Caes. 28, etc. : (παρήγορος) :—address, exhort, τινα A.Pr.646, Hdt.9.54, etc. ; ὀχλεῖς μάτην με κῦμ' ὅπως παρηγορῶν A.Pr.1001, cf. Eu.507 (lyr.) ; π. ὡς . . advise, give counsel that. ., E.Hec.288 : c. acc. pers. et inf., S.Fr.176 :—Med., τὸν Γόργον παρηγορέετο ἀπίστασθαι Hdt.5.104, cf. 7.13 ; π. τινὰ μὴ κινδυνεύειν v.l. in Id.9.55, cf. 54, Pi. O.9.77.    II console, comfort, A.Pers.530, E.Ph. 1449 ; τὰ παρηγοροῦντα consolations, emollients, D.60.35 ; appease, Ἔρωτα θυηλαῖς Musae.l.c.    2 c.acc. rei, assuage, soothe, τὰ κακὰ δι' ἑτέρων κακῶν Philem.234, Men.549.5 ; τὴν λύπην, τὰ πάθη, D.H.1.77, Plu.2.156c ; τὴν χωλότητα Id.Publ.16 ; τὸν βίον τρυφῇ π. IG9(1).883.3 (Corc.) ; of medicines, allay irritation, π. τὸν πνεύμονα Hp.Acut.58, cf. Aret. l.c.: —Pass., Epigr.Gr.1096.6 (Stratonicea), Ath.l.c.—In correct Att. Prose παραμυθέομαι prevails.

German (Pape)

[Seite 520] zureden, ermuntern, ermahnen; παρηγόρουν λείοισι μύθοις, Aesch. Prom. 649; Soph. frg. 186; Eur. Hec. 788, wo es der Schol. παραινέω erkl.; Her. 9, 54; τινὰ μὴ κινδυνεύειν, 55; häufiger im med., 5, 104. 7, 13; παραγορεῖτο μήποτε σφετέρας – ταξιοῦσθαι, Pind. Ol. 9, 77; – trösten, τινά, Aesch. Eum. 483; auch τινί, Ap. Rh. 2, 622; παρηγοροῦντα τὴν λύπην, D. Hal. 1, 77; vgl. Plut. Popl. 16; – besänftigen, beschwichtigen, πόλιν θυμουμένην παρηγορεῖτον, Eur. Phoen. 1458; στὰς δέ σφε παρηγορέεσκε λιτῇσι, Ap. Rh. 4, 1410; καὶ πραΰνειν, Plut. Pomp. 13; auch physisch heilen, Hippocr.; παρηγορῆσαι τὰς ὀδύνας, τοὺς νοσοῦντας, Ath. II, 41 b 51 c; auch θυμὸν καύματος, Opp. Cyn. 2, 429.

Greek (Liddell-Scott)

παρηγορέω: Τραγικ.· παρατ. παρηγόρουν Αἰσχύλ. Πρ. 646, Ἰων. παρηγορέεσκε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1740· μέλλ. -ήσω Πλούτ.· ἀόρ. παρηγόρησα Εὐρ. Ἑκάβ. 288, Πλάτ. Ἄξ. 364C. ― Μέσ., παρατ. Ἡρόδ. ἔνθα κατωτ.· ἀόρ. παρηγορησάμην Λουκ. Ἔρωτ. 52· ― Παθ., ἐνεστ., Ἀθήν. 687D· μέλλ. (ἐν τῷ μέσ. τύπῳ) -ήσομαι Ἱππ. 47. 17, Ἀρεταῖ.· ἀόρ παρηγορήθην Πλουτ. Καῖσ. 28, κτλ.· (παρήγορος). Προσπαθῶ διὰ λόγων νὰ πείσω τινά, παραινῶ, συμβουλεύω, παρηγόρεον Ἀμομφάρετον Ἡρόδ. 9. 54· παρηγόρουν λείοισι μύθοις Αἰσχύλ. Πρ. 646, κλ.· ὀχλεῖς μάτην με κῦμ’ ὅπως παρηγορῶν αὐτόθι 1001, πρβλ. Εὐμ. 507· ἐλθὼν δ’ εἰς Ἀχαϊκὸν στρατὸν παρηγόρησον, ὡς ἀποκτείνειν φθόνος γυναῖκας, παραίνεσον, πεῖθε αὐτούς, κλ., Εὐρ. Ἑκ. 288· ― μετ’ αἰτ. προσ. κ. ἀπαρ., Σοφ. Ἀποσπ. 186· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τὸν Γόργον παρηγορέεταο ἀπίστασθαι Ἡρόδ. 5. 104, πρβλ. 7. 13· π. τινα μὴ κινδυνεύειν ὁ αὐτ. 9. 55 (καὶ οὕτως ὁ Bekk. ἀντὶ παρηγόρεον ἐν 9. 54), πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 117. ΙΙ. παραμυθοῦμαι, παρηγορῶ, καταπραΰνω, καθησυχάζω, Αἰσχύλου Πέρσ. 530· π. τινα ὡς..., καθησυχάζω [λέγων] ὅτι..., Εὐρ. Φοίν. 1449· τὰ παρηγοροῦντα, παρηγορίαι, καθησυχαστικὰ μέσα, Δημ. 1400. 8. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., καθησυχάζω, κατευνάζω, τὰ κακὰ δι’ ἑτέρων κακῶν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 52c, πρβλ. 79· τὴν λύπην, τὰ πάθη Διον. Ἁλ. 1. 77, Πλούτ. 2. 156C· τὴν χωλότητα Πλουτ. Ποπλ. 16· τὸν βίον τρυφῇ π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 261. 19· ― μεταφορ., ἐπὶ φαρμάκων προλαμβανόντων τὸν ἐρεθισμόν, π. τὸν πλεύμονα Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393. ― Παθ., Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1096. 6. ― Ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ ἐπικρατεῖ τὸ ῥῆμα παραμυθέομαι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. παρηγορήσω, ao. παρηγόρησα, pf. inus.
adresser la parole à, d’où
1 encourager, exhorter : τινα, qqn ; τινα μή avec l’inf. HDT qqn à ne pas, etc.
2 consoler : τινα, qqn;
3 calmer, apaiser, acc.;
Moy. παρηγορέομαι-οῦμαι encourager, exhorter.
Étymologie: παρήγορος.

Greek Monotonic

παρηγορέω: παρατ. παρηγόρουν, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ -ήσα — Παθ., αόρ. αʹ -ήθην· (παρήγορος
I. απευθύνω λόγο, προτρέπω, ενθαρρύνω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· με απαρ., συμβουλεύω, παραινώ, σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.
II. παρηγορώ, καθησυχάζω, σε Αισχύλ.