ἀνόσιος

From LSJ
Revision as of 20:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόσιος Medium diacritics: ἀνόσιος Low diacritics: ανόσιος Capitals: ΑΝΟΣΙΟΣ
Transliteration A: anósios Transliteration B: anosios Transliteration C: anosios Beta Code: a)no/sios

English (LSJ)

ον, more rarely α, ον E.Tr.1316 (lyr.), Aeschin.2.157 (dub.), and later:—

   A unholy, profane, opp. ἄδικος, as ὅσιος to δίκαιος (v. ὅσιος 1.1), of persons, A.Th.611, S.OT353, etc.; ἀ. ὁ θεομισής Pl. Euthphr.7a; ἄδικος καὶ ἀ. Id.Grg.505b.    2 of things, ἔργον, μόρος, στόμα, etc., Hdt.2.114, 3.65, S.OC981, etc.; αὐδῶν ἀνόσι' οὐδὲ ῥητά μοι Id.OT1289; ἀνόσια πάσχειν Antipho 2.4.7; ἀσεβὲς μηδὲν μηδὲ ἀ. X.Cyr.8.7.22; οὐ μόνον ἄνομον ἀλλὰ καὶ ἀ. Id.Lac.8.5; ἀ. νέκυς a corpse with all the rites unpaid, S Ant.1071; ἀ. τι γεγένηται ἐμοῦ παρόντος the holy rites have been profaned, Antipho 5.84.    II Adv. -ίως in unholy wise, S.Ph.257; κάτω γῆς ἀ. οἰκῶν without funeral rites, or through an unholy deed, E.El.677.

German (Pape)

[Seite 241] (ἀνοσία fem. stand vor Bekk. Aesch. 2, 157; Eur. Troad. 1315 ἀνοσίαις σφαγαῖσιν ch.; l. A. 1318 σφαγαῖσιν ἀνοσίοισιν), unheilig, gottlos, von Menschen u. Sachen, ἀνὴρ ἀν. καὶ ἀτάσθαλος Her. 8, 109; ἔργα ἀνοσιώτατα 8, 105 u. öfter. So Tragg., μιάστωρ Soph. O. R. 353; κομπάσματα Aesch. Spt. 533; νέκυς ἀν., = ὁσίων στερηθείς, dem noch nicht die gebührenden Begräbnißfeierlichkeiten zu Theil geworden, unbestattet, Soph. Ant. 1058. Auch in att. Prosa oft, vgl. bes. Plat. Euthyph., oft neben ἄδικος u. ἀσεβής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόσιος: -ον, σπανιώτερον α, ον, Εὐρ. Τρω. 1315 (οὕτως ἴσως παρ’ Αἰσχίν. 49. 17) καὶ μεταγεν.: - ἄναγνος, ἀνίερος, μιαρός, Λατ. profanus, διαφέρει τοῦ ἄδικος ὅπως διαστέλλεται τὸ ὅσιος τοῦ δίκαιος (ἴδε ὅσιος Ι. 1), ἐπὶ προσωπ., Αἰσχύλ. Θ. 611, Σοφ. Ο. Τ. 353, κτλ.· ἀν. ὁ θεομισὴς Πλάτ. Εὐθύφρων 7Α· ἄδικος καὶ ἀν. ὁ αὐτ. Γοργ. 505Β. 2) ἐπὶ πραγμ., ἔργον, μόρος, στόμα, γάμοι, κτλ.· Ἡρόδ. 2. 114, 3. 63, Σοφ. Ο. Κ. 981, κτλ.· αὐδῶν ἀνόσι’ οὐδὲ ῥητά μοι ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1289· ἀνόσια πάσχεσιν Ἀντιφῶν 120. 6· μήτε ἀσεβές, μήτε ἀνόσιον Ξεν. Κύρ. 8. 7, 22· οὐ μόνον ἄνομον ἀλλὰ καὶ ἀνόσιον ὁ αὐτ. Λακ. 8. 5· ἀνόσιον νέκυν, νεκρὸν εἰς ὃν δὲν ἀπεδόθησαν αἱ νενομισμέναι τιμαί, Σοφ. Ἀντ. 1071· ἀν. τι γίγνεται ἐμοῦ παρόντος, βεβηλοῦνται αἱ ἱεραὶ τελεταί, Ἀντιφῶν 139. 16. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ίως, κατὰ τρόπον ἀνόσιον Σοφ. Φ. 257· κάτω γῆς ἀνοσίως οἰκῶν, ἄνευ τῶν νενομισμένων τελετῶν, Εὐρ. Ἠλ. 677.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 impie, sacrilège ; τὰ ἀνόσια XÉN actions ou paroles sacrilèges;
2 qui n’a pas reçu la sépulture selon les rites.
Étymologie: ἀ, ὅσιος.

Spanish (DGE)

-ον

• Morfología: [tb. -α, -ον E.Tr.1316]
I 1impio, condenado por la ley divina de pers. ἀνήρ Hdt.8.109, D.28.16 (sup.), Is.4.19, Arist.Pol.1253a36, ἄνδρες A.Th.611, E.HF 853, Isoc.11.38, 2Ep.Ti.3.2, γυναῖκες E.Or.518, ἀ. μιάστωρ de Edipo, S.OT 353, ἀ. μίασμ' ἐμόν de Heracles, E.HF 1233, de Erecteo, E.Fr.20.41M., de Antíoco, LXX 2Ma.7.34, de los judíos A.Al.8.3.43, 49, οἱ φαῦλοι Chrysipp.Stoic.3.165, ὁ θεομισὴς ἀ. Pl.Euthphr.7a, ἄδικος καὶ ἀ. del alma, Pl.Grg.505b, κνώδαλοι A.Supp.762
subst. ὁ ἀ. el impío Pl.Lg.881a, οἱ ἀνόσιοι los impíos I.BI 6.399, 1Ep.Ti.1.9
como n. pr. ὁ Ἀνόσιος el Impío sobrenombre de Heliogábalo PRyl.27.28 (III d.C.)
de partes corporales στόμα S.OC 981, Pl.R.565e, κρᾶτα δ' ἀνόσιον τεμών E.HF 567, φωνή Aeschin.2.157
de acciones o comportamientos ἔργον Hp.Morb.Sacr.1.40, Ar.Pl.415, E.Or.286, ἔργα Lys.6.32, μόρος Hdt.3.65, τὸ δὲ εὐσεβὲς αὐτῶν καὶ τὸ θεῖον ἀσεβές ἐστι καὶ ἀνόσιον Hp.Morb.Sacr.1.28, λόγοι Ar.Th.720, σφαγαί E.Tr.1316, βίον γ' ἀχρεῖον ἀνόσιον E.HF 1302, οὐ μόνον ἄνομον ἀλλὰ καὶ ἀ. ... τὸ πυθοχρήστοις νόμοις μὴ πείθεσθαι el no obedecer a las leyes dadas por el dios pitio no sólo era ilegal sino impío X.Lac.8.5, ἀσεβὲς μηδὲν μηδὲ ἀνόσιον X.Cyr.8.7.22, οὐδὲν ἀσεβὲς οὐδὲ ἀνόσιον X.Mem.1.1.11, πόλεμος X.HG 2.4.22, ἐπιβουλή SB 9935.9 (II a.C.), στάσις 1Ep.Clem.1.1, γνώμη Ph.2.323, neutr. plu. subst. <ὁ> ἀνόσια ἐξεργασμένος Hdt.2.114, ἀνόσι' ἂν πάσχοιμι Antipho 2.4.7, ἀνόσια ἐποίουν LXX Ez.22.9, cf. Hsch.
de palabras αὐδῶν ἀνόσι' οὐδὲ ῥητά μοι S.OT 1289
en gener. ἀνόσια actos de impiedad, infamias Ar.Au.328, Pl.Lg.910c, τὰ ἀ. X.Mem.1.4.19.
2 de ceremonias no cumplidas o indebidamente realizadas ilícito γάμοι E.Io 1093, ὥς τι ἀνόσιον γεγένηται ἐμοῦ παρόντος Antipho 5.84
impuro, no sometido a la norma ritual νέκυς S.Ant.1071, τόπος Din.2.10, ἀπαρχαί Ph.2.254.
3 portentoso ἀ. ... τὸ δρώμενον el hecho ... portentoso de la zarza que arde sin quemarse, Cyr.Al.M.69.413B.
II adv. ἀνοσίως
1 impíamente, sacrilegamente οἱ μὲν ἐκβαλόντες ἀ. ἐμέ S.Ph.257, ἐπὶ τοῖς ἀ. ὑπ' ἐκείνου κατεγχειρουμένοις LXX 3Ma.1.21.
2 de forma impura por no haber sido sometido al debido rito funerario κάτω γῆς ἀ. οἰκῶν E.El.677.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and ὅσιος; wicked: unholy.

English (Thayer)

ἀνοσιον (alpha privative and ὅσιος, which see), unholy, impious, wicked: Aeschylus and) Herodotus down.)

Greek Monolingual

-ια, -ιο (AM ἀνόσιος, -ον κ. -ιος, -ία, -ιον)
ανίερος, μιαρός, αποτρόπαιος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) βέβηλος, ασεβής, παραβάτης των θείων νόμων
2. (για νεκρούς) εκείνος στον οποίο δεν προσφέρθηκαν οι τιμές της ταφής.

Greek Monotonic

ἀνόσιος: -ον και -α, -ον, ανίερος, βέβηλος, μιαρός, Λατ. profanus, λέγεται για πρόσωπα και πράγματα, σε Ηρόδ., Αττ.· ἀνόσιος νέκυς, νεκρός που δεν του έχουν αποδοθεί οι καθιερωμένες νεκρικές τιμές, σε Σοφ.· επίρρ. -ίως, κατά τρόπο ανόσιο, στον ίδ.· χωρίς νεκρικές τελετές, σε Ευρ.