προστυγχάνω

From LSJ
Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστυγχάνω Medium diacritics: προστυγχάνω Low diacritics: προστυγχάνω Capitals: ΠΡΟΣΤΥΓΧΑΝΩ
Transliteration A: prostynchánō Transliteration B: prostynchanō Transliteration C: prostygchano Beta Code: prostugxa/nw

English (LSJ)

   A obtain one's share of, and generally, obtain, προστυχόντι τῶν ἴσων S.Ph.552; ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχών Id.El.1463: c. dat., meet with, hit upon, Pl.Lg.844b, 893e, Plt.262b, Sph.246b.    2 of events, befall one, κακότας π. τινί Pi.Fr.42.5.    3 = πρόσειμι, φασι τῷ ἐμβρύῳ προστυγχάνειν ἕτερον χιτῶνα Sor.1.58.    4 abs., ὁ προστυγχάνων the first person one meets, anybody, Pl.Lg.914b; πᾶς ὁ π. ib. 808e; οἱ αἰεὶ -τυγχάνοντες Th.1.97; ὁ προστυχὼν Φρύξ Herod.3.36: so in neut., τὰ προστυχόντα ξένια whatever fare there was, E.Alc.754; ἐρρύφεον τὸ προστυχόν anything that came handy, Hp.Acut.39; but τὸ προστυχόν casualness, Pl.Ti.34c; πράξει τὸ π. ἑκάστοτε will act offhand, Id.Lg.962c; ἐκ τοῦ προστυχόντος offhand, ex tempore, Plu.2.150d, 407b; so κατὰ τὸ π. D.H.7.1.

German (Pape)

[Seite 784] (s. τυγχάνω), dazu kommen, zufällig treffen, begegnen, εἰ δέ τις κακότας προστύχῃ, Pind. frg. 177; erlangen, προστυχόντι τῶν ἴσων, Soph. Phil. 548, vgl. El. 1455; τὰ προστυχόντα ξένια, Eur. Alc. 757; u. in Prosa: ἤδη γὰρ καὶ ἐγὼ τούτων συχνοῖς προσέτυχον, Plat. Soph. 246 b; Polit. 262 b; τὸ προστυχόν, Tim. 61 e; εἰ πράξει τὸ προστυχὸν ἑκάστοτε, was sich immer darbietet, Legg. XII, 962 c, ὁ προστυχὼν ἀεὶ τιμωρείσθω, Dem. 25, 96; Sp., ὅπλοις αὐτοσχεδίοις καὶ τοῖς προστυχοῦσιν ὡπλίζετο, Hdn. 7, 12, 2; dah. τὸ προστυχόν, das Zufällige, das Ungefähr, ἐκ τοῦ προστυχόντος, von Ungefähr, durch einen Zufall, Plut. de Pyth. or. 25.

Greek (Liddell-Scott)

προστυγχάνω: λαμβάνω, μερίδιον, ἐκ..., ἐπιτυγχάνω, προστυχόντι τῶν ἴσων, κατὰ τὸν Nauck, ἀφοῦ εἶχον τὴν αὐτὴν τύχην μετὰ σοῦ, δηλ. ἀφοῦ προσωρμίσθην εἰς τὴν αὐτὴν ἀκτήν, Σοφ. Φιλ. 552· ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1463· μετὰ δοτ., συναντῶ τι, ἐπιτυγχάνω τι, Πλάτ. Νόμ. 844Β, 893Ε, Πολιτ. 262Β, πρβλ. Σοφιστ. 246Β. 2) ἐπὶ γεγονότων, συμβαίνω εἴς τινα, ἄτα πρ. τινὶ Πινδ. Ἀποσπ. 171. 4. 3) ἀπολ., ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών, ὁ πρῶτος τυχών, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὃν συναντᾷ τις, ὡς τὸ ὁ τυχών, ὁ ἐπιών, Πλάτ. Νόμ. 808Ε. 914ΑΒ, πρβλ. Θουκ. 1. 97· τὰ προστυχόντα ξένια, ὅ, τι παρατίθεται εἰς τὸν ξένον, πρὸς τροφήν του, Εὐρ. Ἄλκ. 754· τὸ προστυχὸν Πλάτ. Τίμ. 34 C· τὸ πρ. ἑκάστοτε ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 962C· - ἐκ τοῦ προστυχόντος, κατὰ τύχην, Πλούτ. 2. 150D, κτλ.· ὡσαύτως ἐκ τοῦ προχείρου, ex tempore, αὐτόθι 407Β· οὕτω, κατὰ τὸ πρ. Διον. Ἁλ. 7. 1, ἐν τέλ. - Πρβλ. παρατυγχάνω.

French (Bailly abrégé)

f. προστεύξομαι, ao.2 προσέτυχον;
1 s’offrir aux regards, se rencontrer : ὁ προστυχών THC le premier venu ; ἐκ τοῦ προστυχοῦντος PLUT selon l’occurrence, à l’improviste;
2 obtenir, gén..
Étymologie: πρός, τυγχάνω.

English (Slater)

προστυγχάνω
   1 befall εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκότας προστᾰχῃ ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν (ἀτλάτα κακότας coni. Boeckh) fr. 42. 6.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τυγχάνω
(η μτχ. αορ. β' ως ουσ.) προστυχών, -ούσα, -όν και προστυχών, -οῡσα, -όν
ο πρώτος άνθρωπος τον οποίο συναντά κανείς, ο πρώτος τυχαίος (α. «το ρεύμα παρέσυρε καθετί το προστυχόν» β. «ὁ προστυχῶν Φρύξ», Ηρώνδ.)
αρχ.
1. συναντώ κάποιον τυχαία, πέφτω πάνω σε κάποιον
2. (με δοτ.) συναντώ κάποιον
3. λαμβάνω μερίδιο από κάτι, επιτυγχάνω κάτι («ἐμοῡ κολαστοῡ προστυχών», Σοφ.)
4. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) προστυγχάνων, -ουσα, -ον
ο προστυχών
5. (η μτχ. ουδ. του αορ. β' ως ουσ.) τὸ προστυχόν
το τυχαίο
6. φρ. α) «τὰ προστυχόντα ξένια» — τα παρατιθέμενα σε φιλοξενούμενο εδέσματα
β) «τὸ προστυχὸν ἑκάστοτε» — αυτό που εμφανίζεται, που προκύπτει τυχαία
γ) «ἐκ τοῡ προστυχόντος» — τυχαία, κατά σύμπτωση
δ) «κατὰ τὸ προστυχόν» — πρόχειρα.

Greek Monotonic

προστυγχάνω: μέλ. -τεύξομαι, αποκτώ μερίδιο από κάτι, με γεν., σε Σοφ.· με δοτ., πετυχαίνω, συναντώ τυχαία, βρίσκω στην τύχη, σε Πλάτ.· ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών, ο πρώτος άνθρωπος που συναντά κάποιος, ο πρώτος που παρουσιάζεται, ο πρώτος τυχών, στον ίδ.· τὰ προστυχόντα ξένια, τροφή που προσφέρεται σε κάποιον επισκέπτη, σε Ευρ.