ἄτεχνος

From LSJ
Revision as of 22:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτεχνος Medium diacritics: ἄτεχνος Low diacritics: άτεχνος Capitals: ΑΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: átechnos Transliteration B: atechnos Transliteration C: atechnos Beta Code: a)/texnos

English (LSJ)

ον,

   A without art, unskilful, Pl.Plt.274c; esp. ignorant of the rules or principles of art, opp. ἔντεχνος or τεχνίτης, unskilled, unprofessional, of persons, Id.Sph.219a, Gal.6.134, S.E. P.3.262; having no trade or profession, PFlor.4.14 (iv A.D.); unsystematic, διδασκαλία Anon.in SE67.31; of pursuits, ἄ. τριβή Pl. Phdr.260e, cf. 262c, Lg.938a; πίστεις ἄ. proofs not invented by the orator, Arist.Rh.1355b35, 1375a22; ἀποδείξεις Ph.1.355; αἰσχρὸν καὶ ἄ. not workmanlike, Hp.Fract.30; πῦρ uncreative, opp. τεχνικόν, Zeno Stoic.1.34; φαντασία ib.2.24.

German (Pape)

[Seite 385] (τέχνη), ohne Kunst, a) kunstlos, einfach, argumentatio, Cic. Top. 4, 24; πίστεις Arist. rhet. 1, 2, den ἔντεχνοι entggstzt, die nicht der Redner angiebt, sondern äußere, schon vorhandene. – b) kunstwidrig, Ggstz ἔντεχνος, τριβή Plat. Phaedr. 260 e; unerfahren in der Kunst, Ggstz τεχνίτης Soph. 219 a; ἀτεχνότεροι καὶ ἀμαθέστεροι Legg. III, 679 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans art :
I. en parl. de pers. inhabile, inexpérimenté;
II. en parl. de choses :
1 sans art, grossier;
2 non travaillé, naturel, simple : πίστεις ἄτεχνοι preuves naturelles, tirées du sujet.
Étymologie: ἀ, τέχνη.

Spanish (DGE)

-ον
I de actividades y resultados
1 desmañado, no profesional, falto de oficio
a) de operaciones quirúrgicas αἰσχρὸν καὶ ἄτεχνον Hp.Fract.30, cf. Art.11;
b) de otros procesos y prácticas no sujeto a arte u oficio de la actividad guerrera εἴτε ἄτεχνον εἴτε ἔντεχνον ἐροῦμεν Pl.Plt.304e, cf. Tht.150a, πρᾶξις Arist.EE 1220b26, φαντασίαι Chrysipp.Stoic.2.24
esp. de discursos y retórica carente de recursos retóricos λόγων τέχνη ... γελοία ... καὶ ἄτεχνος Pl.Phdr.262c, e;
c) no dependiente del arte retórico πίστεις pruebas no basadas en recursos retóricos p.ej. testimonios, Arist.Rh.1355b35, Numen.26.89, Rh.4.95.11, cf. Arist.Rh.1416b19, Lucil.186, Ph.1.355, γραφαί Ael.VH 2.2
subst. τὰ ἄτεχνα malas prácticas médicas ἄτεχνα πέπονθεν ὑπὸ τῶν ... ἰατρῶν Pl.Plt.296c
neutr. como adv. con sencillez ἐφίλησεν Longus 1.17.1.
2 que no depende de un conjunto de conocimientos sistemáticos, asistemático τριβή Pl.Phdr.260e, μεθόδου ἀτέχνου δεικτικόν Hp.Decent.4, cf. Pl.Lg.938a, διδασκαλία Arist.SE 184a1, Anon.in SE 67.31.
3 no operativo, no productivo δύο γὰρ γένη πυρός, τὸ μὲν ἄτεχνον καὶ μετάβαλλον εἰς ἑαυτὸ τὴν τροφήν, τὸ δὲ τεχνικόν, αὐξητικόν τε καὶ τηρητικόν, οἷον ἐν τοῖς φυτοῖς ἐστι καὶ ζῴοις Zeno Stoic.1.34.
II de pers.
1 carente de arte y oficio, ignorante de la técnica ἀμήχανοι καὶ ἄτεχνοι κατὰ τοὺς πρώτους ἦσαν χρόνους (los hombres) al principio estaban faltos de industria y de toda técnica Pl.Plt.274c
no conocedor de un arte, oficio o técnica, no profesional del pescador πότερον ὡς τεχνίτην αὐτὸν ἤ τινα ἄτεχνον θήσομεν; Pl.Sph.219a, de otros artes y oficios, Gal.6.134, Luc.ITr.48, S.E.P.3.262, ἰατρός Babr.75.1
sin profesión conocida, PMich.579.10 (II d.C.), PFlor.4.14 (III d.C.).
2 esp. subst. (ὁ) ἄ. el ignorante de las normas del arte u oficio, el no profesional de un médico no facultado Hp.de Arte 1, de rétores, Phld.Rh.2.2.47Aur.
gener. no artesano ἄλλως γοῦν θεωρεῖται ὑπὸ τεχνίτου εἰκὼν καὶ ἄλλως ὑπὸ ἀτέχνου en forma muy diferente es contemplada una imagen por el artesano que por el que no lo es Chrysipp.Stoic.2.24
del proletario ἡ μὲν τῶν βαναύσων τεχνιτῶν, ἡ δὲ τῶν ἀτέχνων καὶ τῷ σώματι μόνῳ χρησίμων (hay dos clases de trabajo asalariado) el de los artesanos cualificados y el de los no cualificados técnicamente que sólo son útiles por la fuerza de su cuerpo Arist.Pol.1258b26
neutr. subst. τὸ ἄ. falta de pericia τοῦ κυβερνῶντος Hld.5.27.4.
III adv. -ως
1 con ignorancia del arte o técnica θεράσειν X.Mem.3.11.7, de algunos de los que practican el arte de la refutación, Arist.SE 172a34, cf. Demetr.Eloc.68.
2 sin seguir un arte de la cocina por oposición a la medicina, Pl.Grg.501a.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτεχνος, -ον) τέχνη
Ι. 1. αυτός που δεν έχει τα χαρακτηριστικά του έντεχνου, άκομψος, απλοϊκός
2. (για πράγμα) κακοφτιαγμένος
3. (για πρόσ.) αδέξιος, ανεπιτήδειος
II. επίρρ. ατέχνως
αμελέτητα πρόχειρα
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo ἄτεχνον
η ανεπιτηδειότητα
αρχ.
(για πρόσωπα) αυτός που αγνοεί τους κανόνες ή τις αρχές της τέχνης, που δεν έχει τεχνική μόρφωση, εμπειρικός.

Greek Monotonic

ἄτεχνος: -ον (τέχνη), αυτός που δεν περικλείει τέχνη, απαίδευτος στους κανόνες της τέχνης, ανεπίδεκτος, εμπειρικός, σε Πλάτ.