βλαψίφρων

From LSJ
Revision as of 21:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλαψίφρων Medium diacritics: βλαψίφρων Low diacritics: βλαψίφρων Capitals: ΒΛΑΨΙΦΡΩΝ
Transliteration A: blapsíphrōn Transliteration B: blapsiphrōn Transliteration C: vlapsifron Beta Code: blayi/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)

   A maddening, φάρμακα Euph.14.2; ἄτη Tryph.411, cf. Orph.H.77.3, etc.    II = φρενοβλαβής, A.Th.725.

German (Pape)

[Seite 448] ον, 1) am Verstande beschädigt, wie φρενοβλαβής, Aesch. Spt. 707. – 2) den Verstand verletzend, φάρμακα Euphor. frg. 8; ἄτη Tryphiod. 411; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βλαψίφρων: -ον, (φρὴν) ἐπιφέρων παραφροσύνην, φάρμακα Εὔφορ. Ἀποσπ. 10· ἄτη Τρυφ. 411, Ὀρφ., κτλ. ΙΙ. = φρενοβλαβής, Αἰσχ. Θήβ. 726. ― Ἴδε Κόντ. ἐν Ἀθηναίῳ 6, 327.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
dont la raison est atteinte, insensé.
Étymologie: βλάπτω, φρήν.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. de mente dañada τελέσαι τὰς περιθύμους κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος A.Th.725.
2 de cosas y abstr. que daña la mente, que hace enloquecer πόνοι CEG 103.7 (Ática V/IV a.C.), μανία CEG 656.2 (Sición IV a.C.), φάρμακα Euph.14, ἄτη Triph.411, λήθη Orph.H.77.3.

Greek Monolingual

βλαψίφρων, ο (Α)
1. αυτός που προκαλεί φρενοβλάβεια
2. ο φρενοβλαβής.

Greek Monotonic

βλαψίφρων: -ον (φρήν), φρενοβλαβής, τρελός, έξαλλος, σε Αισχύλ.