διαθέω

From LSJ
Revision as of 22:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθέω Medium diacritics: διαθέω Low diacritics: διαθέω Capitals: ΔΙΑΘΕΩ
Transliteration A: diathéō Transliteration B: diatheō Transliteration C: diatheo Beta Code: diaqe/w

English (LSJ)

aor. 1 part. διαθεύσας Vett. Val.345.35:—

   A run about, run to and fro, Th.8.92, Jul.Mis.338c, etc.; of reports, spread, X.Oec. 20.3; of a panic, Id.Cyr.6.2.13; ἀστέρες διαθέοντες shooting stars, Arist.Mete.342b21.    II run a race, Pl.Tht.148c; τινί with or against .., Id.Prt.335e; πρός τινα Plu.2.58f: c. acc. cogn., δ. τὴν λαμπάδα run the torch-race, Id.Sol.1.

German (Pape)

[Seite 578] (s. θέω, 1) hin u. her, umherlaufen; ἐν τῷ ἄστει Thuc. 8, 92; διά τινος, durch etwas hin, Plut. Caes. 26; ἀστέρες, Arist. Meteor. 1, 4, 5; ähnl. φόβος διαθέων ἐν τῇ στρατιᾷ Xen. Cyr. 6, 2, 13. – 2) durchlaufen, von der Rede, Xen. Oec. 20, 3. – 3) um die Wette laufen, Piat. Theaet. 148 c; πρός τινα, Plut. ad. et am. discr. 23; τὴν ἱερὰν λαμπάδα, im Fackellauf, Sol. 1.

Greek (Liddell-Scott)

διαθέω: μέλλ. -θεύσομαι, διατρέχω, περιτρέχω, Θουκ. 8. 92, κτλ.· ἐπὶ φημῶν, ἐξαπλοῦμαι, διαδίδομαι, Ξεν. Οἰκ. 20, 3· οὕτως ἐπὶ πανικοῦ φόβου, ὁ αὐτ. Κύρ. 6. 2, 13· ἀστέρες διαθέοντες, οἱ διᾴττοντες, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 5. ΙΙ. τρέχω ἀγωνιζόμενος, Πλάτ. Θεαιτ. 148C· τινί, ἐναντίον τινὸς…, ὁ αὐτ. Πρωτ. 335Ε· πρός τινα Πλούτ. 2. 58Ε· - μετ’ αἰτιατ. συστοίχ., δ. τὴν λαμπάδα, ἀγωνίζομαι τὸν μετὰ λαμπάδος δρόμον, δηλ. τὴν λαμπαδηδρομίαν, ὁ αὐτ. Σόλωνι 1.

French (Bailly abrégé)

f. διαθεύσομαι, etc.
1 (διά de côté et d’autre) courir de tous côtés ; se répandre, se propager en parl. d’un bruit, d’une panique, etc.
2 (διά contre) courir pour lutter : δ. τὴν λαμπάδα PLUT disputer le prix de la course aux flambeaux.
Étymologie: διά, θέω.

Spanish (DGE)

I intr.
1 correr por todas partes, de acá para allá διακωλυόντων τοὺς ἐν τῷ ἄστει διαθέοντας Th.8.92, cf. X.Cyr.3.1.3, ἄνω κάτω διαθεόντων Ph.2.534, cf. 541, Ach.Tat.2.32.1, Hsch., διαθέοντας ἀνόπλους ἥρπασεν Plu.Brut.8, cf. Aem.32, διαθεόντων ... τῶν φθειρῶν ὥσπερ ἐν λόχμῃ τῶν θηρίων Iul.Mis.338c, κύνας ὁρῶ ... διαθέοντας D.Chr.7.4, cf. Longus 2.13.4, D.C.76.1.5, 78.11.3, ἀστέρες διαθέοντες estrellas fugaces Arist.Mete.342b21, νέφη ... διαθέοντα D.C.65.13.1, ὑδάτων δὲ διαθεόντων πλῆθος habiendo gran cantidad de agua corriente I.AI 12.231, σπινθῆρες ἰσχυροὶ διαθέοντες D.Chr.36.44
correr ἐπὶ τὰ θλιβόμενα τῆς μάχης Plu.Ages.34, ἐπὶ τῆς κεραίας ἄνω Luc.Nau.4
del tiempo discurrir ὁ μακρὸς διαθέων χρόνος Sch.Pi.N.4.66a.
2 competir corriendo οἱ τοῖς Λουπερκαλίοις γυμνοὶ διαθέοντες Plu.2.280b, cf. Rom.21, c. gen. εἶτα διαθέων τοῦ ἀκμάζοντος ... ἡττήθης Pl.Tht.148c, c. dat. τῶν δολιχοδρόμων τῳ ... διαθεῖν Pl.Prt.335e, c. constr. prep. πρὸς Ἀλέξανδρον Plu.2.58e
c. ac. competir en, disputar una carrera οἱ τὴν ἱερὰν λαμπάδα διαθέοντες Plu.Sol.1, οἱ τοὺς ταχεῖς διαθέοντες δρόμους Philostr.VA 5.8.
3 c. suj. abstr. extenderse, difundirse ἡ δὲ ἐρυθρὰ πλείστη περὶ αὐτὰ χρόα διαθεῖ Pl.Ti.80e, φόβος διαθέων ἐν τῇ στρατιᾷ X.Cyr.6.2.13, διέθει ... θόρυβος ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ X.HG 6.5.36, λόγου οὕτω διαθέοντος X.Oec.20.3, ἡ φήμη διαθέουσα Hdn.2.4.2
en v. med. expandirse (ὀσμᾶν) διὰ γὰρ στενῶν πόρων διαθεῖσθαι Ti.Locr.101a.
II c. ac. de ext. en el espacio correr a lo largo de, recorrer, surcar ἄνω καὶ κάτω τὴν Σκυθίαν Luc.Tox.56, poét. en tm. νῆα ... ἁλὸς διὰ μέτρα θέουσαν Opp.H.1.222, διὰ πλατὺ κῦμα θέοιεν Opp.H.4.414, πέλαγος διὰ ποσσὶ θέουσιν Q.S.8.156
fig. del sonido διὰ ... τὸ τὴν φωνὴν διαθεῖν μὲν τὰς βραχείας op. ἀναπαύεσθαι Aristid.Quint.35.20.

Greek Monolingual

διαθέω) θέω
1. τρέχω εδώ κι εκεί, περιτρέχω, διατρέχω κάποιον χώρο
2. (για φήμη) διαδίδομαι
αρχ.
συμμετέχω σε αγώνα δρόμου.

Greek Monotonic

διαθέω: μέλ. -θεύσομαι,
I. τρέχω εδώ κι εκεί, σε Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για τις φήμες, τον πανικό, τον φόβο, εξαπλώνομαι, διαδίδομαι, σε Ξεν.
II. τρέχω αγωνιζόμενος, τινί, μαζί με ή εναντίον κάποιου, σε Πλάτ.· με συστ. αντ., δ. τὴν λαμπάδα, αγωνίζομαι στη λαμπαδηδρομία, σε Πλούτ.