ἐχέφρων
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν)
A sensible, prudent, ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ ἐ. Il.9.341, cf. Od.13.332; freq. as epith. of Penelope, 4.111, etc.; later of animals, σκύλακες Nonn.D.16.226: late in Prose, Syn.Alch.p.65 B. Adv. -νως D.S. 15.33.
German (Pape)
[Seite 1124] ον, gen. ονος, Verstand, Einsicht habend, klug, besonnen; Penelope, Od. oft; καὶ ἀγαθός Il. 9, 341, καὶ ἀγχίνοος Od. 13, 332; sp. D., wie Nonn. oft. – Adv. ἐχεφρόνως, D. Sic. 15, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέφρων: -ον, γεν. ονος, (φρὴν) φρόνιμος, συνετός, ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ ἐχέφρων Ἰλ. Ι. 341, πρβλ. Ὀδ. Ν. 332· ἀλλ. ἐν Ὀδ. τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετον τῆς Περσεφόνης, Δ. 111, κτλ. ― Ἐπίρρ. -όνως, Διόδ. 15. 33.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
sensé, sage, prudent.
Étymologie: ἔχω, φρήν.
English (Autenrieth)
thoughtful, prudent. (Od.)
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ ἐχέφρων, -ον)
αυτός που έχει μυαλό, φρόνηση, ο μυαλωμένος, ο συνετός («σὺ οὖν ὡς ἐχέφρων, ὡς συνετή», Στουδ. Θεόδ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχέφρον
η σύνεση, η φρόνηση.
επίρρ...
εχεφρόνως (Α ἐχεφρόνως)
με φρόνιμο τρόπο, με συνετό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + -φρων (< φρην, φρενός)].
Greek Monotonic
ἐχέφρων: -ον, γεν. -ονος (φρήν), λογικός, συνετός, φρόνιμος, μυαλωμένος, προνοητικός, διακριτικός, εχέμυθος, επιφυλακτικός, προσεκτικός, σε Όμηρ.