ἰσχάνω
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
[ᾰ], Ep. lengthd. form of ἴσχω (v. foreg.),
A hold in check, hinder, δέος ἰσχάνει ἄνδρας Il.14.387; Αἴαντ' ἰσχανέτην ὥς τε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ 17.747; τὸν δ' οὐκ ἴσχανε δεσμά h.Bacch.13: c. gen., keep back from, κρύος ἀνέρα ἔργων ἰσχάνει Hes.Op.495; so in Prose, ὁ ἥλιος . . ἰσχάνει [τὸν σῖτον] checks its growth, Thphr.CP4.13.6 (v.l. ἰσχαίνει, fort. ἰσχναίνει). II get, obtain, have, ἀπεμνημόνευεν ἤ ἀνάλογον τῇ ἀπομνημονεύσει πάθος ἴσχα[νε] had an experience... Epicur.Nat.27 G., cf. 51 G.; περὶ . . δάκτυλον (δακτύλων codd.) πάθος ἰσχάνουσιν Vett.Val.65.13; μᾶλλον ἐκ τῶν πραγμάτων ἢ ἐκ τῶν λόγων τὰς λαβὰς ἰσχάνουσι Phld.Herc.873.6; ἐμέθεν πέρι θυμὸν ἀρείω ἴσχανε A.R.1.902.
German (Pape)
[Seite 1272] verlängerte Form von ἴσχω, ἔχω (vgl. das Vorige), fest-, zurückhalten, hemmen, δέος ἰσχάνει ἄνδρας, Il. 14, 386. 17, 747 Od. 19, 42; τινός, woran hindern, wovon abhalten, Hes. O. 497.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχάνω: ᾰ. Ἐπικ. ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ ἴσχω (ἴδε προηγ.)· -κωλύω, ἐμποδίζω, ἀναχαιτίζω, δέος ἰσχάνει ἄνδρας Ἰλ. Φ. 387· Αἴαντ’ ἰσχανέτην Ρ. 717· πρβλ. κατισχάνω: - μετὰ γεν., ἐμποδίζω, κωλύω ἀπό τινος, κρύος ἀνέρας ἔρων ἰσχάνει Ἠσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 493· ὡσαύτως παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 6 (ἔνθα ἄλλοτε ἦτο ἰσχαίνει).
French (Bailly abrégé)
retenir, arrêter.
Étymologie: ἴσχω.
English (Autenrieth)
(ἴσχω), ipf. iter. ἰσχανάασκον: hold, restrain, detain, Il. 17.747, Od. 15.346; intrans., w. gen., or inf., hold to, crave, desire, Il. 17.572, Il. 23.300, Od. 8.288; mid., restrain oneself, delay, Il. 12.38, Il. 19.234, Od. 7.161.
Greek Monolingual
ἰσχάνω (Α)
1. κρατώ πίσω, συγκρατώ, εμποδίζω, αναχαιτίζω κάποιον
2. εμποδίζω κάποιον από κάτι
3. επιτυγχάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχω με παρέκταση -αν- (πρβλ. κεύθω > κευθ-άν-ω)].
Greek Monolingual
ἰσχανῶ, -άω (Α)
1. εμποδίζω, αναχαιτίζω
2. μέσ. ἰσχανῶμαι, -άομαι
μένω προσκολλημένος σε κάτι, ποθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχω με παρέκταση -αν- και κλίση κατά τα ρ. σε -άω / -ῶ].
Greek Monotonic
ἰσχάνω: [ᾰ], Επικ. επιτετ. τύπος του ἴσχω· κωλύω, εμποδίζω, αναχαιτίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., εμποδίζω από κάτι, σε Ησίοδ.