κρυπτεύω

From LSJ
Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυπτεύω Medium diacritics: κρυπτεύω Low diacritics: κρυπτεύω Capitals: ΚΡΥΠΤΕΥΩ
Transliteration A: krypteúō Transliteration B: krypteuō Transliteration C: krypteyo Beta Code: krupteu/w

English (LSJ)

   A hide oneself, lie concealed, E.Ba.888 (lyr.), X.Cyr.4.5.5:—Pass., = ἐνεδρεύομαι (cf. Hsch.), E.Hel.541.

German (Pape)

[Seite 1515] = κρύπτω, verbergen; οἱ θεοὶ κρυπτεύουσι ποικίλως δαρὸν χρόνου πόδα Eur. Bacch. 886; sich verstecken, Xen. Cyr. 4, 5, 5; – im pass., οὔ τί που κρυπτεύομαι ἐκ βουλευμάτων Eur. Hel. 548, man stellt mir nach.

Greek (Liddell-Scott)

κρυπτεύω: ἀποκρύπτω, κρύπτω, Εὐρ. Βάκχ. 888. ΙΙ. ἀμεταβ., κρύπτω ἐμαυτόν, διαμένω κεκρυμμένος, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 5. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ. = ἐνεδρεύομαι (ἴδε Ἡσύχ.), Εὐρ. Ἑλ. 541.

French (Bailly abrégé)

se tenir caché, en embuscade.
Étymologie: κρύπτω.

Greek Monolingual

κρυπτεύω (Α) κρυπτός
1. (μτβ.) κρύβω
2. (αμτβ.) κρύβομαι, κρύβω τον εαυτό μου, μένω κρυμμένος
3. παθ. κρυπτεύομαι
ενεδρεύομαι, μού στήνουν ενέδρα, παγίδα.

Greek Monotonic

κρυπτεύω: μέλ. -σω (κρύπ-τω),
I. καλύπτω, αποκρύπτω, σε Ευρ.
II. αμτβ., κρύβομαι, παραμένω κρυμμένος, σε Ξεν.
III. Παθ., παγιδεύομαι, σε Ευρ.