ξένη
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ἡ, fem. of ξένος : 1 (sc. γυνή) foreign woman, A.Ag.950, etc. 2 (sc. γῆ) foreign country, ἐν ξένᾳ S.Ph.135(lyr.); ἐπὶ ξένης X.Lac.14.4 ; ἐπὶ ξ. καταβιοῦν Phld.Rh.2.146S., cf. Plu.2.576c, etc.
German (Pape)
[Seite 276] ἡ, fem. zu ξένος, 1) sc. γυνή, die Fremde, die Gastfreundinn; H. h. Cer. 249; ξείνας, Pind. P. 4, 233; Aesch. Ag. 924 u. sonst. – 2) sc. ἡ χώρα, die Fremde, fremdes Land; Soph. Phil. 135; Eur. Andr. 136; Philostr. u. a. Sp.; ἐπὶ ξείνης, in der Fremde, Paul. Sil. 82 (XII, 560). – Auch = ξενία, gastliche Aufnahme, Gastlichkeit, wo man τράπεζα ergänzt.
Greek (Liddell-Scott)
ξένη: ἡ, θηλ. τοῦ ξένος· 1) (ἐξυπακ. τοῦ γυνή), ξένη γυνή, ἐκ ξένης χώρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 950 κλπ. 2) ἐξυπακουομ. τοῦ γῆ), ξένη χώρα, ἐν ξένᾳ Σοφ. Φιλ. 135· ἐπὶ ξένης Ξεν. Λακ. 14, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 576C.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
v. ξένος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ξένη, Α δωρ. τ. ξένα, ιων. τ. ξείνη) βλ. ξένος.
Greek Monotonic
ξένη: ἡ, θηλ. του ξένος·
1. (ενν. γυνή), γυναίκα φιλοξενούμενη, ξένη, αλλοδαπή γυναίκα, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. (ενν. γῆ), ξένη χώρα, σε Σοφ., Ξεν.