περιηγητής

From LSJ
Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιηγητής Medium diacritics: περιηγητής Low diacritics: περιηγητής Capitals: ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ
Transliteration A: periēgētḗs Transliteration B: periēgētēs Transliteration C: periigitis Beta Code: perihghth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who guides strangers, cicerone, π. καὶ ἀρχιατρός IG4.723 (Hermione), cf.3.1335, Plu.2.675e, Luc.VH2.31; at Delphi, Plu.2.395a (pl.), etc.; ὁ π. τῆς εἰκόνος the man who explains it, Luc.Cal.5.    II author of geographical descriptions, as Dionysius ὁ περιηγητής; also of Polemo, Ath.5.210a, cf. Plu. Them. 32.

German (Pape)

[Seite 576] ὁ, der Herumführende, bes. der Fremde herumführt, ihnen die Merkwürdigkeiten des Ortes zeigt, Plut. de Pyth. or. 2 u. öfter. Daher der Erzähler, bes. der die Merkwürdigkeiten der Völker und Länder beschreibt, wie Διονύσιοςπεριηγητής, Sp., Luc. V. H. 2, 31 Calumn. 5.

Greek (Liddell-Scott)

περιηγητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὁδηγῶν τοὺς ξένους καὶ δεικνύων εἰς αὐτοὺς τὰ ἄξια θέας, ξεναγός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1228, Πλούτ. 2. 675D· ἐν Δελφοῖς = ἐξηγητής, ὁ αὐτ. 395Α, 396C, κτλ.· ὁ π. τῆς εἰκόνος, ὁ ἑρμηνεύων αὐτήν, Λουκ. περὶ Διαβολ. 5· ὁ διὰ βίου π., ὁ ὁδηγός τινος δι’ ὅλης τῆς ζωῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 2. ΙΙ. ὁ περιγράφων γεωγραφικῶς τὰ καθέκαστα, οἷον Διονύσιοςπεριηγητής, πρβλ. Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 31, Ἀθήν. 210Α, κτλ.· ἴδε περιήγησις ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui conduit autour :
1 guide;
2 qui décrit en détail ; qui explique, gén..
Étymologie: περιηγέομαι.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και θηλ. περιηγήτρια Ν περιηγούμαι
νεοελλ.
αυτός που ταξιδεύει σε διάφορα μέρη για να επισκεφθεί τα αξιοθέατα και να γνωρίσει τον τρόπο ζωής τών κατοίκων τους, ο τουρίστας
αρχ.
1. αυτός που οδηγεί τους ξένους στα διάφορα σημεία ενός χώρου ή ενός τόπου και τους δείχνει τα αξιοθέατα, ο ξεναγός
2. συγγραφέας γεωγραφικής περιγραφής.

Greek Monotonic

περιηγητής: -οῦ, ὁ (περιηγέομαι), αυτός που οδηγεί τους ξένους τριγύρω και τους παρουσιάζει τα αξιοθέατα, ξεναγός, παρουσιαστής, σε Λουκ.· αυτός που περιγράφει γεωγραφικές λεπτομέρειες, στον ίδ.