προκάλυμμα

From LSJ
Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκάλυμμα Medium diacritics: προκάλυμμα Low diacritics: προκάλυμμα Capitals: ΠΡΟΚΑΛΥΜΜΑ
Transliteration A: prokálymma Transliteration B: prokalymma Transliteration C: prokalymma Beta Code: proka/lumma

English (LSJ)

[κᾰ], ατος, τό,

   A anything put before, veil, curtain, A.Ag. 691 (lyr., pl.).    2 covering, as a protection, Th.2.75; [σὰρξ ὀστέων] π. Ti.Locr.100b.    3 metaph., screen, cloak, ἁμαρτανομένων λόγοι . . π. γίγνονται Th.3.67; τὸ σχῆμα τῆς θείας οἰκίας π. ποιούμενοι Jahresh. 23 Beibl.285 (Ephesus); τῆς ἐπιβουλῆς J.BJ5.3.1; τῆς βδελυρίας Luc. Pseudol.31; π. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας Id.Merc.Cond.5; γευμάτων ἀπατηλῶν π. ἡ χολή, in jaundice, Aret.SD1.15.

German (Pape)

[Seite 727] τό, Alles, was man vor einen andern Körper hängt, um ihn zu bedecken od. zu verhüllen, Vorhang, Decke; Aesch. Ag. 675, Tim Locr. 100 b; auch Deckmantel, Vorwand, Ausflucht, ἁμαρτανομένων λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται, Thuc. 3, 67, vgl. 2, 75; Sp.: ὡς προκάλυμμα εἶεν τῆς βδελυρίας, Luc. Pseudol. 31; τῆς ἀπάτης, D. Hal. 6, 77.

Greek (Liddell-Scott)

προκάλυμμα: τό, κάλυμμα, τιθέμενον πρό τινος, παραπέτασμα χρησιμεῦον ὡς θύρα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 691. 2) κάλυμμα ὅπερ χρησιμεύει πρὸς σκέπην καὶ προφύλαξιν, Θουκ. 2. 75· σὰρξ ὀστέων πρ. Τίμ. Λοκ. 100Β. 3) μεταφορ., τὸ ἀποκρύπτον τι, πρόσχημα, πρόφασις, ἁμαρτανομένων λόγοι... πρ. γίγνονται Θουκ. 3. 67· πρ. τῆς βδελυρίας Λουκ. Ψευδολογ. 31· πρ. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας ὁ αὐτ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
couverture, voile, tenture, enveloppe, abri;
fig. prétexte, excuse.
Étymologie: προκαλύπτω.

Greek Monolingual

-ύμματος, τὸ, ΝΑ προκαλύπτω
1. καθετί που χρησιμεύει για προκάλυψη
2. μτφ. πρόφαση, πρόσχημα, υπεκφυγή («ἁμαρτανομένων δὲ λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται», Θουκ.)
νεοελλ.
στρ. εδαφική έξαρση, θάμνος, βράχος, εδαφική πτυχή και καθετί που παρέχει κάλυψη ενός μαχητή από την παρατήρηση του εχθρού
αρχ.
οτιδήποτε χρησιμεύει για σκέπασμα και προφύλαξη, το περίβλημασάρξ ὀστέων προκάλυμμα», Τίμ. Λοκρ.).

Greek Monotonic

προκάλυμμα: -ατος, τό,
1. οτιδήποτε τοποθετείται μπροστά από κάτι άλλο, παραπέτασμα, όπως αυτό που κρεμόταν στα ανοίγματα της πόρτας, αντί για πόρτα, σε Αισχύλ.
2. κάλυμμα, ως προστασία, σε Θουκ.
3. μεταφ., πρόσχημα ή πρόφαση, στον ίδ., Λουκ.