κεντέω

From LSJ
Revision as of 09:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντέω Medium diacritics: κεντέω Low diacritics: κεντέω Capitals: ΚΕΝΤΕΩ
Transliteration A: kentéō Transliteration B: kenteō Transliteration C: kenteo Beta Code: kente/w

English (LSJ)

Pi.P.1.28, etc.: fut. -ήσω S.Aj.1245: aor.

   A ἐκέντησα Hp. Epid.5.45, Dor. κέντᾱσα Theoc.19.1; Ep.inf.κένσαι (as if from *κέντω) Il.23.337:—Pass., fut. -ηθήσομαι (συγ-) Hdt.6.29: aor. ἐκεντήθην Arist.Spir.483b16, Thphr.HP9.15.3: pf. κεκέντημαι Hp.Anat. 1:—prick, goad, spur on, Il.l.c., Ar.Nu.1300, etc.: prov., κ. τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν, of impetuous haste, Suid.    2 of bees and wasps, sting, Ar.V.226, al.; Ἔρωτα κακὰ κέντασε μέλισσα Theoc.l.c.; τὠφθαλμὼ κεντούμενος ὥσπερ ὑπ' ἀνθρηνῶν Ar.Nu.947; of the porcupine, Ael.NA12.26: then,    3 generally, prick, stab, Pi.l.c., Theoc.15.130, etc.; μηδ' ὀλωλότα κέντει S.Ant.1030; τὴν γλῶσσαν καὶ τὴν ψυχὴν αὐτῶν κέντησον Tab.Defix.97.26; ἐκέντει . . <αἰθέρ'>, ὡς σφάζων ἐμέ E.Ba.631 (troch.), etc.; κ. τὸν ἀέρα Theo Sm.p.61 H., cf. p.72 H.; τύπτειν οὐδὲ κ. Pl.Grg.456d:—Pass., κεντηθείσης τῆς φλεβός Thphr.l.c.; παιομένους καὶ κεντουμένους Th.4.47; μαστιγούμενος καὶ κεντούμενος X.HG3.3.11, cf. An.3.1.29: metaph., σὺν δόλῳ κ. stab in the dark, S.Aj.1245; λιμῷ κεντούμενος Alciphr.3.4.    4 = βινέω, Mnesim.4.55.

German (Pape)

[Seite 1418] (κεντ, wovon κένσαι, Il. 23, 337), stechen, stacheln, die Pferde zum Lauf, Il. a. a. O.; von der Biene, Theocr. 19, 1; vgl. Ar. Nub. 946; auch = martern, quälen, Pind. P. 1, 28; ἀλλ' εἶκε τῷ θανόντι, μηδ' ὀλωλότα κέντει Soph. Ant. 1017; ἢ κακοῖς βαλεῖτέ που ἢ σὺν δόλῳ κεντήσετε Ai. 1224; Eur. Bacch. 631; τὰς κόρας, ausstechen, Hec. 1171; Thuc. 4, 47 vrbdt δεδεμένους καὶ παιομένους καὶ κεντουμένους u. Plat. τύπτειν καὶ κεντεῖν Gorg. 456 d; παιόμενοι, κεντούμενοι, ὑβριζόμενοι Xen. An. 3, 1, 29; μαστιγούμενοι καὶ κεντούμενοι Hell. 3, 3, 11; in obscönem Sinne, λορδοῖ, κεντεῖ, βινεῖ Ath. IX, 403 d aus Mnesimach. Auch übertr., λιμῷ κεντούμενος, vom Hunger gestachelt, gequält, Alciphr. 3, 4. Vgl. κεντρόω.

Greek (Liddell-Scott)

κεντέω: Πίνδ., Ἀττ.˙ μέλλ. -ήσω Σοφ. Αἴ. 1245˙ ἀόρ. ἐκέντησα Ἱππ. 1153D, Δωρ. κέντᾱσε Θεόκρ.˙ Ἐπ. ἀπαρ. κένσαι (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κέντω) Ἰλ. Ψ. 337˙- Παθ. μέλλ. -ηθήσομαι, (συγ-) Ἡρόδ.˙ ἀόρ. ἐκεντήθην Θεόφρ.˙ πρκμ. κεκέντημαι Ἱππ. Κεντῶ, ἀναγκάζω νὰ προχωρήσῃ, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1300˙ παροιμ., κ. τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν, ἐπὶ ὁρμητικῆς σπουδῆς, Σουΐδ.˙ ἴδε κέντρον. 2) ἐπὶ μελισσῶν καὶ σφηκῶν, «κεντρίζω», Ἀριστοφ. Σφ. 226, κ. ἀλλ.˙ Ἔρωτα κακὰ κέντᾱσε μέλισσα Θεόκρ. 19. 1˙ τὠφθαλμὼ κεντούμενος ὥσπερ ὑπ’ ἀνθρηνῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 946˙ ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, Αἰλ. π. Ζ. 12. 26˙- ἀκολούθως, 3) καθόλου κεντῶ, πληγώνω, «μαχαιρώνω», Πινδ. Π. 1. 55, κτλ˙ μηδ’ ὀλωλότα κέντει Σοφ. Ἀντ. 1030˙ ἐκέντει… αἰθέρ’, ὡς σφάζων ἐμὲ Εὐρ. Βἀκχ. 631, κτλ˙ παίειν καὶ κ., τύπτειν καὶ κ. Θουκ. 4. 47, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 456D· καίειν καὶ κ., ἐπὶ βασάνου, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 29˙ μαστιγούμενος καὶ κεντούμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 3. 3, 11˙ μεταφ., σὺν δόλῳ κ., «μαχαιρώνω» ἐν τῷ σκότει, Σοφ. Αἴ. 1245˙ λιμῷ κεντούμενος Ἀλκίφρων 3. 4. 4) = βινέω, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 55.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. κεντήσω, ao. ἐκέντησα, pf. inus.
Pass. ao. ἐκεντήθην, pf. κεκέντημαι;
1 stimuler de l’aiguillon, aiguillonner : ἵππον IL un cheval (attelé à un char);
2 percer de l’aiguillon;
3 piquer, blesser en gén.
Étymologie: R. Κεντ piquer, cf. κέντρον.

English (Autenrieth)

aor. inf. κένσαι: goaded on; ἵππον, Il. 23.337†.

English (Slater)

κεντέω
   1 goad στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον ποτικεκλιμένον κεντεῖ (P. 1.28)

Spanish

pinchar, clavar

Greek Monotonic

κεντέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐκέντησα, Επικ. απαρ. κένσαι (όπως αν προερχόταν από το κέντω
1. τρυπώ, κεντώ, τσιμπώ, κεντρίζω με βούκεντρο, σπιρουνιάζω, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
2. λέγεται για σφήκες και μέλισσες, τσιμπώ, σε Αριστοφ., Θεόκρ.
3. γενικά, σουβλίζω, σφάζω, τσιμπώ, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.· βασανίζω, σε Ξεν.· μεταφ., σὺν δόλῳ κ., μαχαιρώνω στο σκοτάδι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κεντέω: (дор. 3 л. sing. aor. κέντᾱσε, эп. inf. aor. κένσαι)
1) колоть, жалить (κώνωπες γλώττῃ κεντοῦσιν Arst.): τὸ πρόσωπον κεντούμενος Arph. ужаленный в лицо;
2) колоть стрекалом, погонять (τὸν ἵππον Hom.);
3) колоть, ранить, поражать (τὰς κόρας Eur.; τινα Plat.; τὰ ὄμματα Plut.; μαστιγούμενος καὶ κεντούμενος Xen.): μηδ᾽ ὀλωλότα κέντει погов. Soph. не бей павшего.