προσδιορίζω
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
English (LSJ)
A define, specify besides, D.20.130; π. διὰ τίν' αἰτίαν . . Arist.de An.407b16; ἐν τίνι καὶ ποίῳ . .ib.414a23, al.:—Med., Id.EN 1139b32, Metaph.1005b21, al.:—Pass., προσδιωρίσθω . . τὰ εἰωθότα ib. 1005b27, cf. Ph.1.514. 2 Med., maintain besides, μηδὲν ἀπαντήσειν Plb.32.3.10, cf.Plu.Nic.7.
German (Pape)
[Seite 756] noch dazu begrenzen, bestimmen, Dem. Lpt. 130; – med. noch obendrein behaupten, mit dem acc. c. inf., Pol. 32, 7, 10 u. a. Sp., wie Plut. Nicia 7; – προσδιοριστέον, Arist. top. 6, 3.
Greek (Liddell-Scott)
προσδιορίζω: ὁρίζω, διορίζω προσέτι, Δημ. 496. 17· πρ. διὰ τίν’ αἰτίαν…, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 24· ἐν τίνι καὶ ποίῳ..., αὐτόθι 2. 2, 16, ἀλ.· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 3, 4, Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 3, 9, κ. ἀλλ. ― Παθ., προσδιωρίσθω… τὰ εἰωθότα αὐτόθι 11. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ὡσαύτως, ἰσχυρίζομαι προσέτι, τι εἶναι Πολύβ. 32. 7, 10.
French (Bailly abrégé)
définir ou spécifier en outre.
Étymologie: πρός, διορίζω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ορίζω κάτι με ακρίβεια ύστερα από έλεγχο ή έρευνα
2. καθορίζω («το υπουργείο προσδιόρισε τον κατώτατο μισθό»)
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) ορίζω επιπροσθέτως
αρχ.
μέσ. προσδιορίζομαι
ισχυρίζομαι επί πλέον («προσδιωρίζετο μηδὲν αὑτῷ δυσχερὲς ἀπαντήσειν ὑπὸ Ῥωμαίων», Πολ.).
Greek Monotonic
προσδιορίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, ορίζω ή καθορίζω επιπλέον, σε Δημ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
προσδιορίζω: 1) тж. med. сверх того определять или уточнять: προσδιορίζων τίς καὶ ποῖος Arst. определяя при этом, который и какой (именно); καὶ ὅσα ἄλλα προσδιορισαίμεθ᾽ ἄν, ἔστω προσδιωρισμένα Arst. и все другое, что мы могли бы еще уточнить, пусть будет уточнено;
2) med. утверждать кроме того: προσδιωρίσατο ζῶντας ἄξειν Ἀθήναζε Plut. он заявил также, что доставит (врагов) живьем в Афины.