συνεδρία

From LSJ
Revision as of 07:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεδρία Medium diacritics: συνεδρία Low diacritics: συνεδρία Capitals: ΣΥΝΕΔΡΙΑ
Transliteration A: synedría Transliteration B: synedria Transliteration C: synedria Beta Code: sunedri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A sitting together, of birds from whose position favourable omens were drawn, A.Pr.492 (pl); τὰς διεδρείας (v.l. διέδρας, διεδρίας) καὶ τὰς συνεδρείας (v.l. συνεδρίας) οἱ μάντεις λαμβάνουσι· δίεδρα μὲν τὰ πολέμια τιθέντες, σύνεδρα δὲ τὰ εἰρηνεύοντα πρὸς ἄλληλα Arist.HA608b28, cf. EE1236b10. (The form συνεδρία [ῐ] is corroborated by the metre in A. l.c., and should perh. be restd. in Arist. ll. cc.; but cf. συνεδρεία.)

German (Pape)

[Seite 1010] ἡ, das Zusammen- oder Beisammensitzen, Xen. Mem. 4, 2, 3; Versammlung, Vereinigung, wie ἔχθραι τε καὶ στέργηθρα καὶ συνεδρίαι verbunden sind Aesch. Prom. 490; bes. Versammlung, um Rath zu pflegen, Rathssitzung. – Von Kriegsheeren, d. i. Standquartiere. – In der Sprache der Wahrsager das Zusammensein der gesellig lebenden Thiere, Arist. H. A. 9, 2, 1, im Ggstz von διεδρία.

Greek (Liddell-Scott)

συνεδρία: ἡ, τὸ ὁμοῦ καθῆσθαι, ὁμὰς συγκαθημένων φίλων, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 3· ― συναγελασμός, ἐπὶ πτηνῶν συναγελαζομένων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διεδρία, Αἰσχύλ. Πρ. 492· «ὅθεν καὶ τὰς διεδρίας καὶ τὰς συνεδρίας οἱ μάντεις λαμβάνουσι· διέδρα μὲν τὰ πολέμια τιθέντες, σύνεδρα δὲ τὰ εἰρηνεύοντα πρὸς ἄλληλα» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 10. ΙΙ. τὸ συγκαθέζεσθαι ἐν συνεδρίῳ, τὸ συνεδρεύειν, συνέδριον, Αἰσχίν. 67. 1 καὶ 7· συνεδρίασυνεδρίασις» κοινῶς) τῆς Ρωμαϊκῆς Συγκλήτου, Δίων Κ. 55. 3. ― Ὑπάρχει συνεχὴς διακύμανσις μεταξὺ τῶν γραφῶν συνεδρία καὶ -εία· ὁ δεύτερος τύπος ἐγένετο δεκτὸς ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 2. 13, ἐν Πολυβ. 18. 37, 2, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3832. 7., 3833. 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 405.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. action de siéger ensemble :
1 assemblée, réunion (d’amis);
2 assemblée délibérante;
II. p. ext. habitude de vivre ensemble, union.
Étymologie: σύνεδρος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και συνέδρα Α σύνεδρος
συνέδριο, συνεδρίαση, σύσκεψη
αρχ.
1. συντροφιά, παρέα φίλων («ἡ μετὰ τῶν φίλων συνεδρεία», Πολ.)
2. το να κατέχει κανείς το αξίωμα του συνέδρου
3. (για πτηνά) συναγελασμός
4. (ειδικά) η συνεδρίαση της Ρωμαϊκής Συγκλήτου.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και συνέδρα Α σύνεδρος
συνέδριο, συνεδρίαση, σύσκεψη
αρχ.
1. συντροφιά, παρέα φίλων («ἡ μετὰ τῶν φίλων συνεδρεία», Πολ.)
2. το να κατέχει κανείς το αξίωμα του συνέδρου
3. (για πτηνά) συναγελασμός
4. (ειδικά) η συνεδρίαση της Ρωμαϊκής Συγκλήτου.

Greek Monotonic

συνεδρία: ἡ,
I. το να κάθεται κάποιος μαζί με άλλους, φιλικός κύκλος, όμιλος ανθρώπων που κάθονται μαζί, σε Ξεν.· συνάθροιση, συναγελασμός, ενστικτώδης ροπή ζώου για συναγελασμό, ομαδικό πέταγμα πουλιών κατά αγέλες· θεωρείτο ευνοϊκός οιωνός, σε Αισχύλ.
II. συνέδριο, συμβούλιο, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

συνεδρία: v. l. συνεδρεία
1) собрание, сборище (sc. τῶν φίλων Xen.; τῶν οἰωνῶν Aesch.);
2) заседание, совещание Aeschin.;
3) мирное сожительство (αἱ διεδρίαι καὶ αἱ συνεδρίαι Arst.).