ἔχθος

From LSJ
Revision as of 11:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔχθος Medium diacritics: ἔχθος Low diacritics: έχθος Capitals: ΕΧΘΟΣ
Transliteration A: échthos Transliteration B: echthos Transliteration C: echthos Beta Code: e)/xqos

English (LSJ)

εος, τό,

   A hate, Διὸς ἔχθος ἀλευάμενος Od.9.277: and in pl., ἐχθεα λυγρά Il.3.416, cf. Pi.P.2.55; ἴδια, κοινὰ ἔχθεα, Hdt.3.82; κατὰ ἔχθος τινός hatred for one, Id.9.15, cf. Th.1.103, 7.57; ἔχθει c.gen., A.Supp.332, Th.1.95; ἐς ἔχθεα ἀπικνέεσθαί τινι to incur his enmity, Hdt.3.82; εἰς ἔχθος ἐλθεῖν τινι E.Ph.879; ὑπ' ἔχθους Plu.Publ.9.    II ὦ πλεῖστον ἔ. object of direst hate, A.Pers.284.—In Prose ἔχθρα is more freq.

German (Pape)

[Seite 1125] τό, die Feindschaft, der Haß; οὐδ' ἂν ἐγὼ Διὸς ἔχθος ἀλευάμενος πεφιδοίμην Od. 9, 277; ἔχθεα λυγρά Il. 3, 416 im plur., wie βαρύλογα ἔχθη Pind. P. 2, 55; Tragg. (vgl. ἐχθαίρω), εἰς ἔχθος ἦλθον παισὶ τοῖσιν Οἰδίπου, ich ward ihnen verhaßt, Eur. Phoen. 879; τινός, gegen Jem., Her. 9, 37; τῷ ἐκείνου ἔχθει, aus Haß gegen Jenen, Thuc. 1, 95, öfter; κατ' ἔχθος τινός, 1, 103. 4, 1; τῷ πρὸς αὐτὸν ἔχθει Plut. Lucull. 22; Ggstz φιλότης, Opp. Cyn. 1, 38. – In Prosa ist das Folgende geläufiger.

Greek (Liddell-Scott)

ἔχθος: -εος, τό, ἔχθρα, μῖσος, Διὸς ἔχθος ἀλευάμενος Ὀδ. Ι. 277· καὶ ἐν τῷ πληθ., ἔχθεα λυγρὰ Ἰλ. Γ. 416, πρβλ. Πινδ. Π. 2.100· ἔχθος τινός, μῖσος διά τινα, Ἡρόδ. 9. 15, Αἰσχύλ. Ἱκ. 331, Θουκ. 1. 95· κατ’ ἔχθος τινὸς ὁ αὐτ. 1. 103., 1. 57· ἐς ἔχθος ἐπικέσθαι τινί, ἐχθρὸς γενέσθαι, Ἡρόδ. 3. 82· εἰς ἔχθος ἐλθεῖν τινι Εὐρ. Φοίν. 879· ὑπ’ ἔχθους Πλουτάρχ. Ποπλικ. 19. ΙΙ. ὦ πλεῖστον ἔχθος, ἀντικείμενον μίσους, ἔχθρας τῆς μεγίστης (ὡς τὸ μῖσος ΙΙ), Αἰσχύλ. Πέρσ. 284· πρβλ. ἐχθαίρω. ― Παρὰ πεζολόγοις ἡ λέξις: ἔχθρα εἶναι ἡ συνηθεστέρα. (Κατὰ τὸν Buttm. ἐν Λεξιλόγῳ ἐν λέξει ὀχθῆσαι ἐν τέλει, ἐκ τοῦ ἐκ, ἐξ, ἐκτός, ἀκριβῶς ὅπως ἡ πρώτη σημασία τοῦ Λατ. hostis ἤτοι ξένος).

French (Bailly abrégé)

εος -ους (τό) :
1 haine, inimitié : ἔχθος τινος, πρός τινα, haine contre qqn ; κατ’ ἔχθος THC, ὑπ’ ἔχθους PLUT par haine ; ἐς ἔχθος ἀπικέσθαι τινί HDT encourir la haine de qqn;
2 objet de haine.
Étymologie: ἔχθω.

English (Autenrieth)

εος: hate, enmity, wrath.

English (Slater)

ἔχθος
   1 hatred Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσιν πιαινόμενον (P. 2.55)

Greek Monotonic

ἔχθος: -εος, τό,
I. έχθρα, μίσος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἔχθος τινός, μίσος για κάποιον, αντιπάθεια, απέχθεια, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐς ἔχθος ἀπικέσθαι τινί, προκαλώ το μίσος του ή την έχθρα του, σε Ηρόδ.· εἰς ἔχθος ἐλθεῖν τινι, σε Ευρ.
II. λέγεται για πρόσωπα, ὦ πλεῖστον ἔχθος, αντικείμενο μεγίστου μίσους, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἔχθος: εος τό
1) неприязнь, ненависть, враждебность, вражда (τινός Aesch., Her., Thuc. и πρός τινα Plut.): κατ᾽ ἐ. или τῷ ἔχθει Thuc. и ὑπ᾽ ἔχθους Plut. из ненависти; ἐς ἔ. ἀπικέσθαι τινί Her. и εἰς ἔ. ἐλθεῖν τινι Eur. навлечь на себя чью-л. ненависть;
2) предмет ненависти: ὦ πλεῖστον ἔ. ὄνομα! Aesch. о, ненавистнейшее из имен!