Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νέννος

From LSJ
Revision as of 11:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέννος Medium diacritics: νέννος Low diacritics: νέννος Capitals: ΝΕΝΝΟΣ
Transliteration A: nénnos Transliteration B: nennos Transliteration C: nennos Beta Code: ne/nnos

English (LSJ)

ὁ,

   A mother's or father's brother, uncle, Eust.971.26; but, mother's brother, Poll.3.22, cf. IG12(3).1628 (Thera), cj. in Epigr. ap. Plu.2.1033e; or (in poetry), mother's father, Poll.3.16 (v.l. νόννος, q.v.); cf. νάννας, νίννη.

German (Pape)

[Seite 241] ὁ, auch νάννος, Mutter- oder Vaterbruder, Oheim, Poll. 3, 16. 22, Eust. 662.

Greek (Liddell-Scott)

νέννος: ὁ, ὁ πατρὸς ἢ μητρὸς ἀδελφός, θεῖος, κατὰ τὸν Εὐστ. 971. 26· ἀλλὰ κατὰ τὸν Πολυδ. Γ΄, 16, 22, ὁ πατρὸς ἢ μητρὸς πατὴρ (παρὰ τοῖς ποιηταῖς), δηλ. ὁ πάππος: παρ’ Ἡσυχ. εὕρηται καὶ τύπος: νάννας, «νάνναν· τὸν τῆς μητρὸς ἢ τοῦ πατρὸς ἀδελφόν· οἱ δὲ τὴν τούτων ἀδελφήν»· - θηλ. νάννη· «μητρὸς ἀδελφὴ» θεία, παρὰ τῷ αὐτῷ· ἀλλὰ νίννη σημαίνει ἢ μάμμην ἢ πενθερὰν (Ἰταλ. nonna), Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 1994g (Nanâ = μήτηρ, μνημονεύεται ἐκ τῆς Rig-Veda ὑπὸ τοῦ Aufrecht.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
frère ou père de la mère.
Étymologie: DELG cf. skr. nana « mère, petite mère ».

Greek Monolingual

νέννος και στον Ησύχ. και νάννας, ὁ (ΑΜ)
ο αδελφός του πατέρα ή της μητέρας, ο θείος
αρχ.
ο πατέρας της μητέρας, ο παππούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νέννος (με αναδιπλασιασμό νε- και εκφραστικό διπλασιασμό του -ν-) συνδέεται με αντίστοιχους τ. θηλ. γένους, πρβλ. αρχ. ινδ. nana «μητέρα», περσ. nana, σερβοκροατ. nana «μητέρα», ρωσ. njanja «τροφός». Το λατ. nonnus, nonna «τροφός» στο χριστιανικό λεξιλόγιο έλαβε τη σημ. «μοναχός, καλόγερος» και απαντά και στη νεοελλ. με τον τ. νόννος, νόννα «παππούς, γιαγιά» και νον(ν)ός, νον(ν)ά «ανάδοχος». Ο τ. εμφανίζεται και με φωνήεν -ι- (πρβλ. νίννη «μάμμη, γιαγιά»)].