στρόβος

From LSJ
Revision as of 07:37, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρόβος Medium diacritics: στρόβος Low diacritics: στρόβος Capitals: ΣΤΡΟΒΟΣ
Transliteration A: stróbos Transliteration B: strobos Transliteration C: strovos Beta Code: stro/bos

English (LSJ)

ὁ,

   A whirling round, ποιμένος κακοῦ στρόβῳ, of a whirlwind, A.Ag.657: pl. in Hsch.

German (Pape)

[Seite 955] ὁ, auch στροιβός u. στρόμβος, wie στρόφος, Wirbel, das Herumdrehen im Kreise, Aesch. Ag. 643; aber Suppl. 452, ἔχω στρόβους ζώνας τε, συλλαβὰς πέπλων, ein Stück am Gurt.

Greek (Liddell-Scott)

στρόβος: ὁ, συστροβή, δίνη, περιστροφή· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 657, αἱ λέξεις ποιμένος κακοῦ στρόβῳ ἀναφέρονται εἰς τὸν ἀνεμοστρόβιλον ὅστις διεσκόρπισε τὰ πλοῖα ἀντὶ νὰ τὰ φυλάξῃ ἡνωμένα ὡς καλὸς ποιμὴν (πρβλ. στροβόω (Παθ.), στρόμβος 2)· ἀλλὰ πρβλ. Ἱκέτ. 767.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 tourbillon, tournoiement;
2 ceinture.
Étymologie: στρέφω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
φυσ. στερεό απιοειδούς, συνήθως, σχήματος σώμα που καταλήγει σε ακίδα και περιστρέφεται, όπως η κοινή σβούρα τών παιδικών παιχνιδιών
αρχ.
περιστροφή, δίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στροβ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του επιθ. στρεβλός (βλ.λ. στρέφω)].

Greek Monotonic

στρόβος: ὁ (στρέφω), περιστροφή ή περιδίνηση, στριφογύρισμα, λέγεται για το αποτέλεσμα του ανεμοστρόβιλου, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

στρόβος:1) кружение, беспорядочное движение, смятение Aesch.;
2) перевязь, повязка (στρόβοι ζῶναί τε Aesch. - v. l. στρόφος).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρόβος -ου, ὁ [~ στρεβλός] het ronddraaien, werveling.

Frisk Etymological English

See also: s. στρεβλός.