απόλυτος
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
Greek Monolingual
-ή, -ό (ἀπολυτός, -ή, -όν) απολύω
μσν.- νεοελλ.
ελεύθερος, αδέσμευτος
νεοελλ.
Ι. ανεπιτήρητος, απαρακολούθητος, ασύδοτος
II. το αρσ. ως ουσ.
1. η έξοδος των μελισσών από την κυψέλη
2. η αναβλάστηση κλαδιού ενός δέντρου
III. το ουδ. ως ουσ.
1. είδος λαϊκού τραγουδιού και χορού
2. ύφασμα με αραιή ύφανση
μσν.
(για οικισμό) ανοιχτός, ατείχιστος.———————— -η, -ο (AM ἀπόλυτος, -ον) απολύω
αυτός που γίνεται αποδεκτός χωρίς όρους ή περιορισμούς και ισχύει χωρίς εξαιρέσεις
νεοελλ.
1. μη εξαρτώμενος από άλλον, πλήρης, ολοκληρωμένος, αυθύπαρκτος («απόλυτη ελευθερία», «απόλυτη εξουσία»)
2. αυτός που δεν δέχεται τροποποίηση των απόψεων ή των πεποιθήσεων του («δεν παίρνει κουβέντα, είναι απόλυτος»)
3. φρ. α) «απόλυτα αριθμητικά» — λέξεις που απλώς δηλώνουν τους αριθμούς (ένα, δύο, τρία κ.λπ.)
β) «απόλυτη σύνταξη» — μετοχές ή απαρέμφατα της αρχ. Ελληνικής που δεν βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση από τους λοιπούς όρους της πρότασης
γ) «απόλυτη τιμή», «απόλυτη υγρασία»
αρχ.
αδέσμευτος, ελεύθερος.