ἀγρεῖος
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
α, ον, (ἀγρός)
A of the field or country, πλάτανος AP6.35 (Leon.). 2 clownish, boorish, Ar.Nu.655, Th.160.
German (Pape)
[Seite 22] vom Lande, bäurisch, plump, καὶ σκαιός Ar. Nub. 645; ποιητὴς ἀγρεῖος καὶ δασύς Th. 159; πλάτανος, die auf dem Felde stehende, Mnasale. 12 (VII, 171); Leon. Tar. 34 (VI, 35).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρεῖος: -α, -ον, (ἀγρός), ὁ τοῦ ἀγροῦ, πλάτανος, Ἀνθ. Π. 6. 35. 2) σκαιός, φορτικὸς τοὺς τρόπους, ὡς τὸ ἄγροικος, Ἀριστοφ. Νεφ. 655, Θεσμ. 160.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
rustique, grossier.
Étymologie: ἀγρός.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Grafía: graf. ἀγρέος SEG 32.847.36 (Tasos IV a.C.)
• Morfología: [gen. plu. ἀγρέων TAM 2(1).148.7 (Lidia)]
1 de pers. rústico, sin educación, patán οὐκ ἦς ἀνὴρ ἀ. οὐδὲ σκαιός Alcm.16.1, Ar.Nu.655, cf. Th.160, SEG l.c. (aunque tb. interpr. como graf. por ἄγριος II 3)
•adv. neutr. sg. de manera rústica, grosera ἀ. ἐξεγέλασσε Call.Fr.24.13.
2 agreste θεοί TAM l.c.
•terrestre op. a marino θήρην δ' ὁ γριπεὺς ᾑρέτιζεν ἀγρείην Babr.61.5.
3 de plantas del campo, silvestre πλάτανος AP 6.35 (Leon.).
Greek Monotonic
ἀγρεῖος: -α, -ον (ἀγρός),
1. αυτός που ζει ή βρίσκεται στην εξοχή, σε Ανθ.
2. άξεστος, αγροίκος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρεῖος: 1) полевой, степной (πλάτανος Anth.);
2) досл. деревенский, перен. мужицкий, грубый (ἀ. καὶ σκαιός Arph.).