ἀμβλίσκω
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
English (LSJ)
Pl.Tht.149d: ἀμβλισκάνω, Max.Tyr.16.4, Poll.3.49; cf. ἀβλύσκω:—also ἀμβλόω J.Ap.2.24, ἀμβλώω Max.172,
A -ώεσθαι 197, and in comp. ἐξ-αμβλόω (q. v.): fut. ἀμβλώσω Gp.14.14, (ἐξ-) Ael.NA13.27: aor. ἤμβλωσα Hp.Mul.1.25, Ael.VH13.6, (ἐξ-) Pl. Tht.150e: pf. (ἐξ-) ήμβλωκα, (ἐξ-) ήμβλωμαι, Ar.Nu.137,139: (ἀμβλύς):—cause to miscarry, S.Fr.132, Pl.Tht.149d. 2 of the woman, bring on miscarriage, Muson.Fr.15A p.77H., Plu.Lyc.3, Ael.VH13.6. 3 intr., miscarry, Procop.Pers.2.22. II ἀμβλόω, usu. in Pass. ἀμβλόομαι, to be abortive, κἂν . . τὸ γινόμενον ἀμβλωθῇ Arist.GA773a1: also of eyes of vines, ἀμβλοῦνται they go 'blind', Thphr.HP4.14.6; rarein Act., Ph.2.580: metaph., ἀμβλώσαντες καὶ ἐπιφράξαντες ἀργὸν τὸ μεγαλοφυὲς κατέλιπον 1.637.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλίσκω: Πλάτ., καὶ ἐν συνθέτ., ἐξαμβλόω (ὃ ἴδε): μέλλ. ἀμβλώσω (ἐξ-) Αἰλ.: ἀόρ. ἤμβλωσα Ἱππ. 600. 40. (ἐξ-) Πλάτ. Θεαίτ. 150Ε: πρκμ. (ἐξ-)ήμβλωκα, (ἐξ-)ήμβλωμαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 137, 139: (ἀμβλύς). Προξενῶ ἐξάμβλωσιν, ἀποβολήν, Σοφ. Ἀποσπ. 134, Πλάτ. Θεαίτ. 149D, ἔνθα ἴδε Σταλλβάμ. 2) περὶ αὐτῆς τῆς γυναικός, ἀποβάλλω διὰ βιαίων μέσων, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 450. 11, Πλουτ. Λυκοῦργ. 3, Αἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ὁ τύπος ἀμβλισκάνω ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Γ. 49, Μαξίμ. Τυρίῳ 179. ΙΙ. παθητ. ἀμβλόομαι, γεννῶμαι δι’ ἐξαμβλώσεως, γίνομαι ἢ εἶμαι ἐξάμβλωμα, κἂν ... τὸ γινόμενον ἀμβλωθῇ, Ἀριστ. περὶ Ζ. γεν. 4. 4, 43‧ ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ἐκβλαστημάτων ἢ ὀφθαλμῶν τῶν δένδρων, ἀμβλοῦνται, καίονται καὶ καταστρέφονται, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 14, 6.
French (Bailly abrégé)
faire avorter.
Étymologie: ἀμβλύς.
Spanish (DGE)
1 tr. hacer abortar τὰς δυστοκούσας Pl.Tht.149d.
2 intr. abortar Plu.Lyc.3, Muson.15, Procop.Pers.2.22.35, Hippiatr.15.4
•fig. malograrse ψυχαί Ph.1.538
•v. med. οὐ πάντες ... πρὶν εἰς τὸ φῶς ἐλθεῖν τῆς θεογνωσίας, ἀμβλίσκονται Gr.Nyss.V.Mos.36.19.
Greek Monolingual
ἀμβλίσκω και ἀμβλισκάνω και ἀμβλύσκω και ἀμβλῶ, -όω (AM)
μσν.
γεννώ πρόωρα και αποβάλλω ατελές έμβρυο
αρχ.
1. αποβάλλω εκούσια το έμβρυο, το σκοτώνω, προκαλώ έκτρωση
2. παθ. αποτυγχάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ετυμολογικά συγγενής πιθ. με τη λ. μύλη «εξάμβλωμα» ή με τη λ. μύλη «μυλόπετρα» (οπότε θα πρόκειται για μεταφορική χρήση) καθώς και με τη λ. ἀμβλύς.
ΠΑΡ. ἄμβλωμα
αρχ.-μσν.
ἄμβλωσις.
Greek Monotonic
ἀμβλίσκω: και ἀμβλόω, μέλ. ἀμβλώσω, αόρ. αʹ ἤμβλωσα, παρακ. ἤμβλωκα· (ἀμβλύς)·
1. προκαλώ άμβλωση, αποβολή, σε Σοφ., Πλάτ.
2. λέγεται για τη γυναίκα, αποβάλλω κατά την κύηση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμβλίσκω: производить выкидыш, вытравлять плод Plat., Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: cause to miscarry (S.)
Other forms: (ἐξ-)αμβλόομαι, -όω (Ion.- Att.), -ώω (Max.), -ώσκειν τὸ ἀτελες γεννῆσαι, τὸ φθεῖραι βρέφος (Suid.), -ώσσειν ὠμοτοκεῖν H. Aor. (ἐξ-)αμβλῶσαι
Derivatives: From ἀμβλόομαι: ἄμβλωσις miscarriage (Lys.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [716, 719] *h₂mlh₃-?
Etymology: The connection with μύλη as miscarriage (Hp., recte hard formation in a woman's womb) should be given up; Chantraine thinks it may be the word mill, and Frisk, who gives the suggestion under ἀμβλὶσκω, does not mention it s.v. μύλη. Rix (MSS 27 (1970) 105 n. 41) considers *h₂mlh₃- and connection with ἀμβλύς (but see s.v.).