βασιλίζω

From LSJ
Revision as of 07:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰσῐλίζω Medium diacritics: βασιλίζω Low diacritics: βασιλίζω Capitals: ΒΑΣΙΛΙΖΩ
Transliteration A: basilízō Transliteration B: basilizō Transliteration C: vasilizo Beta Code: basili/zw

English (LSJ)

   A to be of the king's party, Plu. Flam.16: also, c.acc., ἐγώ εἰμι ὁ βασιλίζων τὸν τόπον εἰς ὀνόματι (sic) Μωυς [ῆ] Stud.Pont.3 No.10g (Amisus):—Med., affect, assume the state of a king, App.BC3.18; so in Act., J.AJ1.10.4.

German (Pape)

[Seite 437] von der königlichen Partei sein, Plut. Flam. 16; Sp. – Med., sich wie ein König betragen, App. B. C. 3, 18.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰσιλίζω: φρονῶ τὰ τοῦ βασιλέως, Πλούτ. Φλαμ. 16. – Μέσ., λαμβάνω τὸ ὕφος καὶ ἀξίωμα τοῦ βασιλέως, φέρομαι βασιλικῶς, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 18· καὶ οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι. 1. 10, 4.

French (Bailly abrégé)

être partisan de la royauté.
Étymologie: βασιλεύς.

Spanish (DGE)

I intr.
1 tomar el partido del rey ταῖς δ' Ἀθήναις βασιλίζειν ἠναγκασμέναις Plu.Sull.12, cf. Flam.16.
2 adoptar las maneras de un rey ἡ θεραπαινὶς ... βασιλίζουσα I.AI 1.188
en v. med. comportarse como un rey τὸν Μιθριδάτην ... βούλεσθαι ... βασιλιζόμενον μᾶλλον ἢ δι' ἀργίας ἀποθανεῖν App.Mith.109, βασιλιζόμενον, οὐχ ἡγούμενον del emperador en Roma, ref. a Julio César, App.BC 3.18.
II tr. poner bajo el poder del rey τὸν τόπον IGPA 10g (Amiso).

Greek Monolingual

βασιλίζω (Α) βασιλεύς
1. είμαι με το μέρος του βασιλιά
2. (-ομαι) συμπεριφέρομαι σαν να είμαι βασιλιάς.

Greek Monotonic

βᾰσῐλίζω: (βασιλεύς), μέλ. -σω, βρίσκομαι στο πλευρό του βασιλιά, τον υποστηρίζω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

βᾰσῐλίζω: принадлежать к царской партии (ποιῆσαί τινα βασιλίσαι προθυμότατα Plut.).