γειτόσυνος
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ον,
A neighbouring, AP9.407 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 478] benachbart, καλύβη Ant. Sid. 103 (IX, 407); ἡ γειτοσύνη, Nachbarschaft, Strab. XIII, 591. γείτων, ονος, ὁ, ἡ, entstanden aus γειτων, vgl. das ähnlich gebildete γηίτης; γείτων von γέα, eigentlich = Landsmann, dem (selben) Lande angehörig; gebräuchlich in der Bedeutung Nachbar, Nachbarin, und als adjectiv., benachbart; Hom. dreimal, nominat. plur., Odyss. 4, 16 γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου, unächte Stelle; 5, 489 ᾧ μὴ πάρα γείτονες ἄλλοι; 9, 48 οἵ σφιν γείτονες ἦσαν. – Hes. O. 344 u. Folgde; Prosa, καὶ ὁ πλησίον Plat. Theaet. 174 a; ἢ σύνοικος Legg. III, 696 b; καὶ ὅμορος Luc. Tim. 43; oft adj., benachbart, angränzend, πόντος, πόλις, Pind. N. 9, 43 P. 1, 32, wie Plat. Legg. IX, 877 a; χώρα Aesch. Pers. 67; σπλάγχνον γ. αὐτῷ Plat. Tim. 72 c. Selten c. gen., Eur. Cycl. 281 I. T. 1451; – ἐκ γειτόνων, aus der Nachbarschaft, Plat. Rep. VII, 531 a, wie ἡ ἐκ τ. γ. Ar. Plut. 435 Lys. 701; ἐκ γειτόνων κατοικεῖν Antiphan. Ath. XIII, 572 a; ebenso ἐν γειτόνων, in der N., ᾤκει Luc. Philops. 25; Conv. 22; öfter bei Sp.; ἀπὸ γειτόνων D. Sic. 13, 84; Uebertr., verwandt, ähnlich, Luc. Icarom. 8. – Ein neutr. γεῖτον führt Hesych. an, vgl. App. B. C. 1, 93; Ach. Tat. 1, 2, 20.
Greek (Liddell-Scott)
γειτόσυνος: -ον, γειτνιάζων, Ἀνθ. II. 9. 407.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
voisin.
Étymologie: γείτων.
Spanish (DGE)
-η, -ον
vecino, próximo, βρέφος ἐς ... πόντου χεῖλος γειτοσύνης ἑρπύσαν ἐκ καλύβης un niño que se arrastró desde la cabaña cercana hasta la orilla del mar (donde se ahogó) AP 9.407 (Antip.Thess.)
•neutr. subst. συνήγοσαν (sic) [ἐπὶ?] τὰ γειτόσυνα IG 9(2).301.13 (Trica II a.C.).
Greek Monolingual
γειτόσυνος, -ον (Α) γειτοσύνη
ο γειτονικός.
Greek Monotonic
γειτόσῠνος: -ον, αυτός που γειτονεύει, που συνορεύει με κάποιον ή κάτι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γειτόσῠνος: соседний (καλύβη Anth.).