γλαφυρία

From LSJ
Revision as of 07:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλᾰφῠρία Medium diacritics: γλαφυρία Low diacritics: γλαφυρία Capitals: ΓΛΑΦΥΡΙΑ
Transliteration A: glaphyría Transliteration B: glaphyria Transliteration C: glafyria Beta Code: glafuri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A elegance, Plu.Pyrrh.8 (pl.); of mathematical demonstrations, neatness, Iamb. in Nic.p.38P., al.: metaph., smoothness of manner, γ. καὶ πιθανότης Plu.2.1065d.

Greek (Liddell-Scott)

γλᾰφῠρία: ἡ, λειότης, στιλπνότης, Πλουτ. Πύρρ. 8· μεταφ., λειότης τρόπων, ἡμερότης, πρᾳότης, ὁ αὐτ. 2. 1065D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
le poli (d’un métal, d’un objet en gén.) ; fig. politesse des mœurs.
Étymologie: γλαφυρός.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 talento, delicadeza, elegancia γ. καὶ πιθανότης Plu.2.1065d
plu. dotes, cualidades Plu.Pyrrh.8.
2 brillantez, claridad de demostraciones matemáticas, Iambl.in Nic.38, 39, 52, 68.

Greek Monolingual

γλαφυρία, η (Α) γλαφυρός
1. στιλπνότητα, λειότητα
2. (στα μαθηματικά) σαφήνεια
3. (για το ύφος) η γλαφυρότητα.

Greek Monotonic

γλᾰφῠρία: ἡ, στιλπνότητα, απαλότητα ενός πράγματος ή μιας συμπεριφοράς, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

γλᾰφῠρία: ἡ тж. pl.
1) тщательная отделка, изящество (sc. τῶν κιόνων Plut.);
2) культурность, воспитанность, тонкость, учтивость (γ. καὶ πιθανότης Plut.).