ἐπάντης

From LSJ
Revision as of 01:01, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάντης Medium diacritics: ἐπάντης Low diacritics: επάντης Capitals: ΕΠΑΝΤΗΣ
Transliteration A: epántēs Transliteration B: epantēs Transliteration C: epantis Beta Code: e)pa/nths

English (LSJ)

ες, rare form for ἀνάντης,

   A steep, Th.7.79.

German (Pape)

[Seite 903] ες, bergan, steil in die Höhe, λόφος Thuc. 7, 79.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάντης: -ες, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ ἀνάντης, ἀνηφορικός, «ὑψηλὸς» (Σουΐδ.), Θουκ. 7. 79.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui va en montant.
Étymologie: ἐπί, ἄντα.

Greek Monolingual

ἐπάντης, -ες (AM)
σπάν. τ. αντί ανάντης
ανηφορικός, υψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άντης (< άντα «αντίκρυ, απέναντι») τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. αν-άντης)].

Greek Monotonic

ἐπάντης: -ες (ἄντα) = ἀνάντης, ανηφορικός, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάντης: круто поднимающийся, крутой (λόφος Thuc.).

Frisk Etymological English

-ες
Grammatical information: adj.
Meaning: steep (Th. 7, 79).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Like ἀν-, κατ-άντης a. o. from a noun ἀντ- in ἄντα, ἀντί (s. vv.) front with adjectivial σ-stem inflexion; so prop. with the front-side shown .