προσκολλάω
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
A glue on or to, τι πρός τι Hp.Art.33:—Pass., generally, to be stuck to, stick or cleave to, Pl.Phd.82e, Lg.728b; ὑπὸ τοῦ αἵματος προσκολληθῆναι τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ τῇ δεξιᾷ J.AJ7.12.4; of a snail, τοῖς θαμνίσκοις π. Dsc.2.9; of a husband, π. τῇ γυναικί Ev.Matt.19.5, cf. LXX Ge.2.24, Ev.Marc.10.7, Ep.Eph.5.31; τοῖς ἐπαοιδοῖς LXX Le.19.31; ψυχαὶ π. θεῷ Ph.Fr.51 H. II intr. of style, to be compact, D.H.Dem.43.
German (Pape)
[Seite 770] daran leimen, ühh. daran befestigen, pass. daran fest sein, daran kleben, διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι καὶ προσκεκολλημένην, Plat. Phaed. 82 c, vgl. Legg. V, 728 b; übertr., daran hangen, Einem fest anhangen, ihm treu ergeben sein, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
προσκολλάω: ὡς καὶ νῦν, κολλῶ τι ἐπί τινος ἢ εἴς τι, τι πρός τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· τὸ ξύλον τὸ (γ)ογγύλον (ἀποπε)ράναι καὶ προσκολλῆσαι Ραγκαβῆ Ἑλλην. Ἀρχ. σ. 88. ― Παθ., καθόλου, κολλῶμαι, προσκολλῶμαι εἴς τι, ἐμμένω ἔν τινι, Πλάτ. Φαίδων 82Ε, Νόμ. 728Β· ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, πρ. τῇ γυναικὶ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιθ΄, 5· πρὸς τὴν γ. Ἑβδ. (Γεν. Β΄, 24), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ι΄, 7, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. ε΄, 31· ἴδε προσκλίνω ΙΓ. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ συμπαγοῦς ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
coller à, fixer solidement à ; Pass. être collé à, être fortement attaché à, τινι.
Étymologie: πρός, κολλάω.
English (Strong)
from πρός and κολλάω; to glue to, i.e. (figuratively) to adhere: cleave, join (self).
English (Thayer)
προσκόλλω: 1st aorist passive προσεκολλήθην; 1future passive προσκολληθήσομαι; the Sept. for דָּבַק; to glue upon, glue to (cf. πρός, IV:4); properly, Josephus, Antiquities 7,12, 4; tropical in the passive with a reflexive force, to join oneself to closely, cleave to, stick to (Plato): with the dative of a person ( (see προσκλίνω, 2); τῇ γυναικί, (others, κολληθήσεται, which see): L T Tr WH marginal reading; πρός τήν γυναῖκα (from R G Tr text; R G WH text (Cf. Winer's Grammar, § 52,4,14.)
Greek Monotonic
προσκολλάω: μέλ. -ήσω, κολλάω επάνω ή σε — Παθ., κολλώμαι ή προσκολλώμαι σε, εμμένω, σε Πλάτ., Κ.Δ.· πρός τινα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
προσκολλάω: приклеивать, прилеплять (προσκολληθῆναι πρός τινα - v. l. τινι NT): προσκεκολλημένος Plat. тесно связанный.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κολλάω act. met acc. vasthechten (aan); met prep. bep.. προσκολλῆσαι τὴν δέρριν ἄκρον πρὸς τὸ ἀποκεκαυλισμένον τῆς γνάθου het eind van de leren band vasthechten aan het gebroken deel van de kaak Hp. Art. 33. pass. vastzitten; τὴν ψυχήν... διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι καὶ προσκεκολλημένην de ziel die vastgebonden is aan het lichaam en eraan vastzit Plat. Phaed. 82e; overdr. gehecht zijn aan, met dat. of πρός + acc.. NT.