ήσκιος

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

ο
1. η σκιά, το σκοτεινό είδωλο αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια σε αντίθετη διεύθυνση από αυτήν που φωτίζεται
2. συνεκδ. ο σκιαζόμενος τόπος, το ήσκιωμα
3. μτφ. είδωλο φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν υλική υπόστασηήσκιος της αγάπης»)
4. σκιώδης ύπαρξη, υπερφυσικό ον, φάντασμα, αερικό
5. αόριστη, ακαθόριστη, νεφελώδης επιδίωξη, το ονειροπόλημα.
6. το φάντασμα της ψυχής πεθαμένου («ήσκιοι τριγυρνούν τη νύχτα στα χαλάσματα»)
7. μτφ. η ψυχική δύναμη που υπάρχει σε κάθε άτομο και επιδρά θετικά ή αρνητικά στη διάθεση ή στην τύχη άλλων ατόμων («αυτός ο άνθρωπος έχει κακό ήσκιο»)
8. το εφιαλτικό όνειρο, ο βραχνάςυποφέρω τη νύχτα από ήσκιους»)
9. φρ. «τρέμει τον ήσκιο του» — είναι υπερβολικά δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκιά- το η- από την επίδραση του ήλιος. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από το ήσκια (< η σκιά, οπότε είναι σύνθετο εκ συναρπαγής) με επίδραση πάλι του ήλιος. Η γραφή της λ. με ι-(ίσκιος) δεν δικαιολογείται ετυμολογικώς.
ΠΑΡ. νεοελλ. ησκιάδα, ησκιάζω, ησκιερός, ησκιώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. ησκιογλιστρώ, ησκιολούλουδο, ησκιόραμα, ησκιόφως, ησκιόφωτο].